100 χρόνια πριν η Σαντορίνη ήταν ένα πανίσχυρα οικονομικό νησί
για διαφορετικούς λόγους από ότι σήμερα. Η επανάσταση των Μπολσεβίκων
ήρθε να βάλει τέλος σε μία εποχή για το διάσημο νησί των Κυκλάδων
Πολύ πριν μάθουμε στις σύγχρονες ημέρες για τις επιπτώσεις
που μπορεί να έχει χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά το "πέταγμα των φτερών
μίας πεταλούδας στην Ασία" ή το πως αλλάζει η ζωή μας στα πλαίσια μιας
παγκοσμιοποιημένης οικονομίας η Σαντορίνη είχε το "πλεονέκτημα" να ζήσει
πρώτη τέτοιες συνθήκες, 100 χρόνια πριν λόγω της Οκτωβριανής
Επανάστασης.
Το πως η ζωή αλλά και οι καλλιέργειες στην Σαντορίνη άλλαξαν από την ανατροπή στην Ρωσία έχει καταγράψει με αναλυτικό και γλαφυρό τρόπο ο σαντορινιός δημοσιογράφος Δημήτρης Πράσσος. Όπως αναφέρει ο κ. Πρασσος σε δημοσίευμα του στο santonews: το πρώτο σημείο του πλανήτη που κατάλαβε πως η επανάσταση των Μπολσεβίκων είχε αλλάξει τον κόσμο, ήταν η Σαντορίνη.
Αιτία, ήταν το Βινσάντο, το χαλκόχρυσο ηδύ κρασί που φτιαγμένο από σταφύλια αφυδατωμένα στον ήλιο ήταν το επίσημο κρασί της Θείας Κοινωνίας για όλες τις εκκλησίες της Ρωσίας, της Ουκρανίας και της Ρουμανίας. Τα ιστιοφόρα των Οιατών καραβοκύρηδων μετέφεραν το Βινσάντο στο Ταϊγάνι (Τανγκαρόκ) και την Οδησσό το πολύτιμο φορτίο τους και επέστρεφαν φορτωμένα, ξυλεία, σιτηρά, αλλά επίσης πορσελάνες, κρύσταλλα ακόμα και πιάνα για τα πλούσια καπετανόσπιτα.
Έφερναν επίσης πολλά εκκλησιαστικά είδη και εντυπωσιακούς πολυελαίους που ακόμα και σήμερα –όπως αποδεικνύει η πρώτη έρευνα του ΚΕΡΙΕ (Κέντρο Ελληνορωσικών Ιστορικών Ερευνών)- κοσμούν αρκετές εκκλησίες του νησιού. Είναι επίσης χαρακτηριστικό πως το εμπόριο ανθούσε τόσο πολύ που η Οδησσός γρήγορα φιλοξένησε μια ανθηρή παροικία Οιατών.
Οι μπολσεβίκοι όμως έκοψαν αυτό το νήμα. Η θρησκεία καταδιώχθηκε ως «όπιο του λαού», οι εκκλησίες έκλεισαν και το Βινσάντο έμεινε απούλητο στις σκοτεινές κάναβες. Να βρει καινούριες αγορές ήταν δύσκολο γιατί ο ευρωπαϊκός αμπελώνας είχε ανακάμψει πλήρως από τη φυλλοξήρα, που τον κατέστρεψε ολοσχερώς στα μέσα του 19αιώνα.
Η χρήση αμερικανικών υποκειμένων έδωσε υγιή και ανθεκτικά πρέμνα και έτσι η Σαντορίνη που είχε μείνει αλώβητη από αυτή τη μάστιγα και πλούτισε διαθέτοντας την παραγωγή της στη Μασσαλία και τη Μάλτα (εκεί υπάρχει ακόμα και σήμερα οικογένεια σαντορινιών οινοποιών με το όνομα Δακουτρός που είναι οι μεγαλύτεροι οινοβιομήχανοι του «νησιού των Ιπποτών»), είχε πλέον χάσει έδαφος.
Έτσι οι αγρότες του νησιού στράφηκαν σε ένα προϊόν που ως τότε ήταν συμπληρωματικό και προοριζόταν κυρίως για οικιακή κατανάλωση. Ήταν το «χρυσόμηλον», όπως το ονομάζει ο Θηραίος Λαογράφος Ιωάννης Κυριακός στα τέλη του 19 ου αιώνα. Η λέξη αποτελεί ακριβή μετάφραση του ιταλικού «pomod’ oro», επιλογή φυσιολογική αν σκεφτεί κανείς τους μακραίωνους δεσμούς της Σαντορίνης με τη Γένοβα, τη Βενετία και άλλες ιταλικές πόλεις που συμμετείχαν στις σταυροφορίες.
(Μετά την άλωση της Πόλης το 1204, το νησί παραχωρήθηκε σε ευγενείς ιταλικής καταγωγής οι περισσότεροι από τους οποίους εξελληνίστηκαν και άλλαξαν δόγμα, ενώ τα όνομά τα τους διασώζονται –αν και παραφθαρμένα στο νησί. Χαρακτηριστικό πως πρόσφατα στη Βενετία συνελήφθη για κλοπή πινάκων, ο αριστοκράτης-λωποδύτης Κριστιάνο Μπαρότσι που έφερε τον τίτλο «Πρίγκιπας της Σαντορίνης και της Θηρασίας. Οι Μπαρότσι πάντως είχαν ως έδρα τη Νάξο, αλλά πέρασαν και από τη Σαντορίνη στη διάρκεια της Ενετοκρατίας).
Η μικρόκαρπη τομάτα της Σαντορίνης ( Lycopersicum esculentum του είδους Solanum) έφτασε στο νησί μεταξύ των ετών 1875-1880. Υπάρχουν δύο εικασίες για την εισαγωγή της: η μία λέει πως την έφεραν φιλοπρόοδοι καθολικοί μοναχοί από την Ιταλία. Είναι η επικρατέστερη εκδοχή καθώς οι καθολικοί μοναχοί εκτός από το ποιμαντικό τους έργο, εισήγαγαν επίσης καινοτομίες από την Ιταλία ή τη Γαλλία. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της πρώτης οριζόντιας ξύλινης πρέσας για σταφύλια που έφεραν το 1660 από το Λαγκεντόκ της Γαλλίας και φυλάσσεται στο «Μουσείο Οίνου» της οικογένειας Κουτσογιαννόπουλου.
Κωστής Χριστοδούλου
πηγή
Post A Comment: