Μαρκήσιος ντε Σαντ ή τα υπόγεια του Χριστιανισμού
“Μόλις της φέρανε της Σαλώμης την κεφαλή του Ιωάννη, αυτή όντως έκανε το αναμενόμενο: φίλησε τα χείλη σα λυσσασμένη, έγλειψε το αίμα με άφατη ηδονή. Το κακό είναι πως, αν κανείς γλείψει αίμα από κομμένο λαιμό, δεν πάψει ποτέ του να το θέλει, όλο και περισσότερο, με δίψα ακόρεστη που τελειώνει μόνο με τον θάνατο. Η Σαλώμη άφησε το παλάτι, φόρεσε κουρέλια και βγήκε στις αμμουδιές της Γενισαρέτ.
Πλάγιαζε με τους πάντες: ψαράδες, εμπόρους, περαστικούς, ζητιάνους, κι όταν τέλειωναν μέσα της ανίσχυροι από την έκρηξη της γκάβλας, τους καλοέκοβε το κεφάλι και έγλειφε λαίμαργα τον κομμένο λαιμό. Πρέπει ωστόσο να ασκούσε τρομερή γοητεία γιατί κανείς δεν την απέφευγε, ίσα-ίσα είχε γίνει ο θρύλος της Θάλασσας της Γαλιλαίας: κατά χιλιάδες έφταναν για να δοκιμάζουν το θανατηφόρο αγκάλιασμα της. Καθώς μάλιστα είχε αφήσει γένια κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πως ήταν η κόρη της Ηρωδιάδας. Σε όσους τη ρωτούσαν απαντούσε, ποιος ξέρει γιατί, πως την έλεγαν και πως ήτανε γιος ξυλουργού”
“Κάποτε οι άνθρωποι επινόησαν το τραγικό (ή: κατέφυγαν στο τραγικό) για να ισορροπήσουν τη ματαιότητα τους”
“Ο νους του ανθρώπου αρέσκεται στο να επινοεί φρικωδίες. Έχει επινοήσει την Κόλαση, έχει επινοήσει τον προορισμό για την Κόλαση, έχει φανταστεί τις πλατωνικές ιδέες, τη Χίμαιρα, τη Σφίγγα, τους μη ακέραιους βαθμούς ισχύος (όπου το μέρος δεν είναι λιγότερο πλήρες από το όλον), τα προσωπεία, τους καθρέφτες, τις όπερες, την τερατολογική Αγία Τριάδα, τον Πατέρα, τον Υιό και το ανεξήγητο Πνεύμα, συναρθρωμένες σε μία και μόνη οντότητα.”
[1. ο ντε Σαντ]
Οι αντιφάσεις του (αντιφάσεις πάνω στις οποίες έπλεξε ο ίδιος τον ιστό του θρύλου του) μας ξεπερνούνε – ή ξεπερνούνε τον κάθε καιρό που παλεύει να τον υποδεχτεί. Τον λογάριασαν για το «πιο ελεύθερο πνεύμα της ιστορίας» (Απολινέρ) – κι ήταν αυτός που έγινε ιεροκήρυκας της σκλαβιάς του άλλου, της ταπείνωσης του άλλου, της βίας και του φόβου επί του άλλου. Υπήρξε ορκισμένος αντιχριστιανός – μα κανένας δε ντελάλισε τη χριστιανική ζεύξη ενοχής-ηδονής όσο αυτός. Ήταν ένα τέκνο του Αιώνα των Φώτων – μα άντλησε την περί ηδονής οπτική του από το φαντασιακό τού πιο πηχτού Μεσαίωνα.
Υποτίθεται πως λάτρεψε το σώμα – μα επέμεινε πως αυτό το σώμα μπορεί να χαλαστεί από έναν ισχυρό που θα εφαρμόσει τον φυσικό νόμο επί ενός αδυνάμου. Θέλησε μανιασμένα να πολεμήσει τον Θεό – κι ήταν αυτός που ανήγαγε την έννοια του Αφέντη ως κεντρικό υποκείμενο της «Φύσης» και της ηδονής. Σιχάθηκε τον όλεθρο των θρησκειών – μα, αν τον διαβάσουμε κατά γράμμα, διακήρυξε το ζέψιμο των ανθρώπων σ’ ένα εξίσου ολέθριο ανθρωποδιορθωτικό σύστημα.
Έτσι αυτόν, τον προγραμματικά αντίθεο, οι οπαδοί του τον ονόμασαν «θεϊκό μαρκήσιο» και διάλεξαν (Γκρος) να βάλουν το βιβλίο του πλάι στη φονική Βίβλο. Άλλοι πάλι, εμπειρότεροι στη μηχανή του τρόμου (Παζολίνι), είδαν πίσω από το φαντασιοκόπημά του ένα στρατόπεδο, ενώ άλλοι (Κλοσόφκσι, Μπλανσό), αφού βάφτηκαν με τα χρώματα του πολέμου του (του τρόμου του), έφτασαν ώς την αυτοαναίρεση ως (μοναδική;) πιθανότητα ερμηνείας του.
Το βέβαιο είναι πως εδώ και δύο αιώνες συνιστά μιαν απροσπέλαστη διανοητική πλεκτάνη (την οποία ο ίδιος έστησε). Ήταν ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς των αιώνων – απ’ αυτούς που κολλούνε στη συνείδηση σα βδέλλα, ακριβώς γιατί την κυκλώνουν, γιατί παίζουν με τη διανοητική της συγκρότηση, γιατί τη ζυγίζουν σε μιαν αλλόκοτη παλάντζα όπου δεν καλοξέρεις ποιος αποφασίζει γι’ αυτό που θέλεις. Αν λογαριαστεί ως κάτι πέρα από παραμυθάς (και στον κοσμοδιορθωτικό 20ό αιώνα ως τέτοιος κυρίως λογαριάστηκε), ο αντι-ανθρωπισμός του συναγωνίζεται τα μεγαλύτερα κηρύγματα μίσους της ιστορίας: την Αποκάλυψη, το Malleus Maleficarum, το Mein Kampf.
Τον φυλάκισαν, τον εξόντωσαν και αφάνισαν τα τελευταία βιβλία του οι φυσικοί του σύμμαχοι, αυτοί από τους οποίους βύζαξε τον τρόμο: οι Χριστιανοί. Το έρεβος των τρομερών ιστοριών του μαγεύει ακριβώς διότι μοιράζεται ως μυστήριο, ως Θεία κοινωνία: Δεν υπάρχει στην ιστορία των ιδεών αντίθεος συγγραφέας που να λογαριάστηκε τόσο ιεροφάντης όσο αυτός. Κι από το μεγαλειώδες όσο και φοβερό (με την κυριολεκτική σημασία της λέξης) Κάστρο (ή και Πύργο: Schloß) του Χριστιανισμού, εκείνος, ο Ντονασιέν-Αλφόνς-Φρανσουά Μαρκήσιος ντε Σαντ, δεν άνοιξε την πόρτα της εξόδου – άνοιξε την πόρτα του υπογείου.
Στην αφήγησή του –ή στο κήρυγμά του– η δοξολογία της ενοχικής ηδονής που γεννάει η βία επί του σώματος είχε τόσο αχαλίνωτο έρεβος και τόσο αλυχτισμένην οργή, που οι Χριστιανοί δεν κατάλαβαν ότι ο κόσμος του ήσαν ο κόσμος τους, και κυριολεκτικά τον σάπισαν στη φυλακή. Ο ντε Σαντ είναι μια διανοητική διαδρομή στην καρδιά της χριστιανικής απαγόρευσης. Σ’ αυτή τη διαδρομή, όση βία εφαρμόστηκε πάνω του, τόσο βιαιότερη ήταν η συγγραφική του ορμή προς το έρεβος της θεολογημένης συνείδησης.
Είχε το δαιμονικό ταλέντο και τη συναισθηματική τόλμη να τραβήξει την αντίφασή του πέρα από το όριό της – βαναυσότερα από καθέναν μέχρι τα χρόνια του (μονάχα ο Νίτσε τον επανέλαβε, ίσως ενσωματώνοντας το τραγικό σ’ αυτόν το δρόμο). Διεκδικώντας να ηδονιστεί με τον χριστιανικό τρόμο, ξαναντελάλισε τον τρόμο των αιώνων.
Ο ντε Σαντ είναι ένα χριστιανικό μυστήριο: ποτέ άλλοτε στην ιστορία των ιδεών δεν υπήρξε αγριότερος εχθρών των κοσμοδιορθωτικών θρησκειών του μίσους (που τις ονομάζουν «αγάπη») – και συνάμα ποτέ άλλοτε δεν υπήρξε αφήγηση με σταλαγμένο τόσο βυζαγμένο χριστιανικό μίσος, ούτε ποτέ άλλοτε δεν περιγράφηκε με τόσο πάθος η επιβολή ως ηδονή, η βία του ανθρώπου προς τον άνθρωπο ως Φύση.
Ο ντε Σαντ είναι ένας από τους μεγαλύτερους φαντασιοκόπους της ιστορίας – και συνάμα ένας από τους μεγαλύτερους φασίστες της ιστορίας (δεν είναι δα η πρώτη φορά που αυτά τα δυο πηγαίνουν μαζί – σκέψου έναν άλλο δεινό φαντασιοκόπο –εκ του αποτελέσματος τον δεινότερο της Ιστορίας– που εν Πάτμω εστάθη επί ακτήν θαλάσσης).
Κάθε ένας που γράφει για τον ντε Σαντ βρίσκεται εκτεθειμένος στην ίδια παγίδα: να μιλήσει για τον φαντασιοκόπο (για τον συγγραφέα) λογαριάζοντάς τον ως πολιτικό φιλόσοφο (ως ηθικό ιεροκήρυκα). Δεν είναι εύκολο ν’ αντισταθείς στην τρομερή γοητεία μιας τόλμης που μπορεί να στηριχτεί από μόνη της, δίχως καμιάν ιδέα ν’ αντέχει να την υποστυλώσει. Μα όποιος μεταφέρει το αναπόφευκτο θάμπωμά του από τον συγγραφέα στον φιλόσοφο-ιεροκήρυκα δοξάζοντας το κοσμοσύστημά του (όπως έκανε ο κόσμος κι ο ντουνιάς – σχεδόν ολάκερη η πρωτοπορία του 20ού αιώνα) σφάλλει παρόμοια μ’ αυτούς που μηδενίζουν τον συγγραφέα αηδιασμένοι με τον ιεροκήρυκα.
Ωστόσο, αν θέλουμε να μετέχουμε στην πνευματική περιπέτεια (πλεκτάνη) που ονομάζεται ντε Σαντ και να μη μηρυκάσουμε πολιτικούς λιβέλους και ύμνους, έχουμε να παλέψουμε με τούτα τα δυο ξεχωριστά: όπως ξεχωριστά βλέπουμε (ή βλέπω εγώ τουλάχιστον) την τέχνη της Ιλιάδας (που, αναμφίβολα, εκκινεί την ανθρώπινη αφηγηματική περιπέτεια) και ξεχωριστά το κοσμοσύστημα που προτείνει η Ιλιάδα (τη δοξολογία τού κόψε-κόψε, την απαρχή του κόσμου όπου η πτωματόστρωση είναι η μοναδική επιλογή της ιστορίας). Αλίμονο: μόνον οι αφηγήσεις με μαγεύουν πια – και κάθε αφήγηση γυρεύει να με ισιάξει.
Αυτό το ξεχώρισμα συγγραφέα και ηθικού ιεροκήρυκα, ειδικά στον ντε Σαντ, δεν είναι διόλου εύκολο – για την ακρίβεια, είναι εξαιρετικά ακροβατικό: η αφήγησή του, το φαντασιοκόπημά του, το παραμύθι του Σαντ (αν έτσι ακούγεται σαφέστερο) αρθρώνεται με όρους κηρύγματος. Η φόρμα του είναι ένα υβρίδιο φιλοσοφικής τερατολογικής παρωδίας, φιλοσοφικής αλληγορίας και (ψευδοπλατωνικού) ψυχαγωγικού διαλόγου: το κείμενό του διαρκώς παρεκτρέπεται, εξοκέλλει, αλληλοδιαδέχεται τον εαυτό του, εξαγγέλλει «διανοητικές επιδημίες», επί της ουσίας αλλάζοντας ανάσες και βηματισμούς, παίζει ένα αδιάκοπο κρυφτό με τη συνείδηση του αναγνώστη του.
Στο τέλος δεν καλοξέρεις τι διάβασες και γιατί το διάβασες, μα είσαι λαχανιασμένος από το παιχνίδι – που σημαίνει πως βγήκες κι εσύ πίσω απ’ το θάμνο σου για να τα φτύσεις. Κάποτε βρίσκεσαι αλαφιασμένος, τρομαγμένος με το κείμενο στα χέρια – νιώθεις ενοχή, θαρρείς, να το κρυφοκοίταξες ενώ το διάβαζες. Ο ντε Σαντ (και για αυτό είναι ανεπανάληπτος συγγραφέας) σου έχει μεταθέσει την αντίφασή του.
[2. η γκάβλα]
Είθισται ο ντε Σαντ να ζυγώνεται με όρους λυρικούς. Είναι η αλήθεια πως αυτό βολεύει· το διανοητικό άπλωμα πάνω στη μεγάλη αντίφαση του φαντασιοκοπήματός του οδηγεί (περίπου επιτακτικά) σε διανοητικές αναγούλες: αφηγητής και κείμενο αλληλοερεθίζονται, ο αναγνωστικός «ορίζοντας προσδοκίας» από νωρίς εγκαταλείπεται, η ανάγνωση γίνεται ενοχή (άρα παύει να είναι ανάγνωση και έχει γίνει υλικό συντελούμενης αμαρτίας και επικείμενης εξομολόγησης), αυτό που εν τέλει απομένει είναι κάτι που τάχα εγκαταλείφθηκε ως πνευματικό κατακάθι – και φυσικά ένα τέτοιο σύμπλοκο δεν προσφέρεται να υποστηρίξει καμιά λογικά στρατευμένη ανάγνωση (που λογαριάζει την αντίφαση για πνευματικό ελάττωμα, για κουσούρι), μήτε βολεύει κανέναν φιλόσοφο που γυρεύει στην ανθρώπινη φαντασία την επιβεβαίωση της κοσμοδιόρθωσης που προτείνει.
Έτσι, μετά τη μούγγα ενός ολόκληρου αιώνα (του 19ου), στον (διόλου σύντομο και πολύ κοσμοδιορθωτικό) 20ό αιώνα τα ωραία (και συνήθως αδειανά) λόγια περίσσεψαν για την περίπτωση του ντε Σαντ, τις περισσότερες φορές πλεγμένα μ’ έναν ανερμάτιστο βερμπαλισμό.
Αν ωστόσο γυρέψουμε να αναμετρήσουμε (όσο μπορούμε) τη σαντική αντίφαση και ν’ αναμετρηθούμε μαζί της (είτε τη λογαριάζουμε για φαντασιοκόπημα, είτε την προσλαμβάνουμε ως μανιφέστο), έχουμε να πάμε πολύ πιο πέρα από τα λόγια του ενθουσιασμού (ή και της αηδίας) και να δούμε τους όρους με τους οποίους υφαίνεται η διανοητική πλεκτάνη του ντε Σαντ: μ’ άλλα λόγια, να δούμε το πώς εκείνος προσδιόρισε με λέξεις τον πόνο, το βασανισμό, το φόνο, την ταπείνωση, την εκμηδένιση του άλλου ως προαπαιτούμενα για την ηδονή, τον σεξουαλικό και πνευματικό ερεθισμό και τη σεξουαλική έκσταση, δηλαδή αυτό που με μια λέξη ονομάζουμε γκάβλα.
Εκεί εξάλλου φωλιάζει και ο βαθύτερος πυρήνας όλης της γοητείας και της φρίκης της χωροκατακτητικής αφήγησης του ντε Σαντ – που δεν είναι άλλος από τη ζεύξη δυο αντιθετικών ροπών, ενός φυσικού ενστίκτου και μιας διανοητικής κατασκευής: της γκάβλας και της τιμωρίας.
Η γκάβλα (σε αντίθεση με την πείνα, το φόβο, την αναμονή του θανάτου, τη νοσταλγία, το μίσος) είναι η μοναδική ανθρώπινη λειτουργία που δεν μπορεί να γίνει διδαχή, να ενταχτεί σ’ ένα θεολογικό Σχέδιο Σωτηρίας.
Η γκάβλα είναι μια ανθρώπινη κατάσταση όπου δε λογαριάζεται ο θάνατος ως τιμωρία για μια παλιά αμαρτία – άρα η γκάβλα είναι ένας χρόνος πέρα από το φόβο. Οι αιώνες του χριστιανισμού είναι οι αιώνες του διωγμού της γκάβλας: από το βιβλίο της Γένεσης μέχρι το Malleus Maleficarum, ο χριστιανισμός (αλλά και κάθε άλλη κοσμοδιόρθωση) ονόμασε τη γκάβλα αμαρτία που θα ακολουθηθεί από μια τιμωρία. Η τιμωρία είναι διανοητική επινόηση των ανθρώπων, μια πυρηνική αυτοθέσμιση, που είτε ερμηνεύει το θάνατο, τον πόνο, τα δεινά της ζωής (τιμωρία του Αφέντη επί των πρωτόπλαστων), είτε αποκαθιστά την τάξη του κόσμου (κάθαρση της αρχαίας τραγωδίας).
Η τιμωρία (όπως όλες οι θεσμίσεις) διδάσκεται για να καταστείλει τις αδίδακτες ανθρώπινες καταστάσεις (τη γκάβλα, τη μελαγχολία, τον έρωτα, τη θλίψη).
Η διανοητική (αφηγηματική) πλεκτάνη του ντε Σαντ είναι το ότι συνειδητά και στοχοθετημένα, με ορμή όχι μόνο ακατάπαυστη αλλά και όλο πιο πολλαπλασιασμένη, έσμιξε την ηδονή (τη γκάβλα) με την τιμωρία, την έζεψε στον ενοχικό τρόμο μιας θρησκείας που πολέμησε την ηδονή – επί της ουσίας, στον τρόμο ενός κόσμου όπου κουμάντα κάνει ο Αφέντης-Τιμωρός. Στην ιστορία των ιδεών κανείς άλλος δεν προχώρησε τούτα τα δύο βιβλία του μίσους (την Αποκάλυψη και το Σφυρί των Μαγισσών) συνδέοντας τη γκάβλα με τη σκλαβιά (το φόβο, το μίσος, την τιμωρία, τη βία, την επιβολή) όσο ο ντε Σαντ.
Αν δεν υπήρχε, οι παπάδες έπρεπε να τον είχαν εφεύρει, κανείς αντιχριστιανός δεν έδωσε τέτοια πλάτη στο Χριστιανισμό στον αδιάκοπο πνευματικό αγώνα του να λογαριάσει το γυναικείο σώμα ως φύρα στη βία της εξουσίας – κι ήταν ο πρώτος αντιχριστιανός που έντυσε την ελευθερία από τον Θεό με τις αλυσίδες και τα μαστίγια της βίας ενός Αφέντη – δικαιώνοντας όλους τους θεολόγους της ιστορίας. Οι 120 μέρες στα Σόδομα, το δεύτερο βιβλίο της Ιουστίνης, η Ιουλιέτα, η Φιλοσοφία στο Μπουντουάρ, είναι το Malleus Maleficarum γυρισμένο ανάποδα – εντέλει, το δικαιώνουν.
Έχει γίνει μεγάλη συζήτηση για τις πράξεις που βιάζουν τον άλλον – μια πράγματι εξόχως ηλίθια συζήτηση για το ποια σεξουαλική πρακτική μάς βιάζει ή μας ταπεινώνει. Και μόνο το ότι μιλούνε για πράξεις που βιάζουν αποδείχνει πόσο απροσπέλαστα χριστιανικά είναι τα αντανακλαστικά μας. Φυσικά και δεν υπάρχει πράξη που να μας βιάζει ή να μας ταπεινώνει εφόσον γκαβλώνει όλους όσους συμμετέχουμε σ’ αυτήν, εφόσον όλοι όσοι είμαστε μέσα την αποδεχόμαστε και την επιζητούμε ως γκάβλα. Ο βιασμός και η ταπείνωση είναι υπόθεση που εξαρτάται όχι από την πράξη αλλά από την ανθρώπινη διάθεση έναντι της πράξης – και προσδιορίζεται πάντοτε από τη μη συναίνεση του βιαζόμενου.
Εφόσον υπάρχει συναίνεση (την οποία είναι τουλάχιστον άσκοπο να εξειδικεύουμε ως ελεύθερη – δεν υπάρχει «μη ελεύθερη συναίνεση»), δεν υπάρχει πράξη που να βιάζει ή να ταπεινώνει. Αν δεν υπάρχει συναίνεση για μια πράξη, η πράξη αυτή συνιστά βιασμό – ακόμη κι αν είναι το γλυκύτερο χάδι. Η γκάβλα του καθενός μας είναι ολότελα προσωπική υπόθεση: αναπτύσσεται στον πιο στενό πυρήνα της ατομικότητάς μας και ως τέτοια δεν μπορεί να οριοθετηθεί, να υπαχθεί σε καμιά θεωρία, να κανονιστεί, να συστηματοποιηθεί.
Ο ντε Σαντ βάζει μέσα στη γκάβλα (στην ηδονή) δύο χριστιανικές ντρόγκες: την ταπείνωση και την τιμωρία. Στον κόσμο που πλάθει, οι άνθρωποι ηδονίζονται όταν ταπεινώνουν διότι πιστεύουν στην ταπείνωση και στην τιμωρία. Στα υπόγεια του κάστρου ο ντε Σαντ βρήκε τους πιο αλαλαγμένους χριστιανούς έτοιμους να κατανοήσουν τη γκάβλα ως τιμωρία, ως πόνο, ως φόνο, ως κακία – μ’ άλλα λόγια, έβγαλε στη σκηνή ανθρώπους έτοιμους να τιμωρήσουν, να βασανίσουν για να ηδονιστούν, να σκοτώσουν για να κυριαρχήσουν, κατά παραγγελίαν του Αφέντη τους, κατ’ εικόνα του Αφέντη τους, καθ’ ομοίωσιν του Αφέντη τους.
Σε ‘κείνο το υπόγειο με τα όργανα του βασανισμού γύρω από τα σώματα, κάπου εκεί, ο Μαρκήσιος ντε Σαντ συναντήθηκε με τους αναγνώστες του – μαζί μας.
[3. η αφήγηση]
Ήταν ο μεγαλύτερος συγγραφέας του αιώνα του και, για μένα τουλάχιστον, ένας από τους (δέκα;) μεγαλύτερους αφηγητές της αιώνων της Δύσης. Γιατί; Στα σίγουρα όχι γιατί πλήρωσε την τρομερή φαντασιοκοπία του με φυλακή και με αργό θάνατο (δεν ήταν ο μόνος κι ούτε αρκεί αυτό), ούτε φυσικά γιατί έγραψε χιλιάδες σελίδες σε εξαιρετικά γαλλικά (και πάλι δεν ήταν ο μόνος – και πάλι δεν αρκεί αυτό) ή γιατί αποτύπωσε τη σκοτεινή αγριότητα αυτού που υστερότερα ονομάστηκε σαδισμός (αυτό του δίνει μια θέση στα βιβλία των ψυχιάτρων/ψυχόμπατσων – στους οποίους, παρεμπιπτόντως, διόλου δεν πιστεύω).
Ο ντε Σαντ, λοιπόν, είναι μοναδικό κι ανεπανάληπτο όριο της λογοτεχνίας γιατί πετυχαίνει την αναγνωστική έλξη διά της ηθικής τρομοκρατίας του αναγνώστη – δηλαδή ουσιαστικά για τον ίδιο λόγο που είναι όριο της λογοτεχνίας η τρομοκρατική (και εξίσου φασιστική ως κήρυγμα) Αποκάλυψη. Ο ντε Σαντ είναι μοναδικό κι ανεπανάληπτο όριο της λογοτεχνίας γιατί το φαντασιοκόπημά του είναι μια υβριδική αφήγηση ηθικών ορμών, ένα τεχνουργημένο πλέγμα αντιφάσεων όπου όχι μόνο τα υπάρχοντα όρια καταργούνται, αλλά τα πάντα δείχνουν επισφαλή.
Γιατί παίζει όλων των λογιών τα συνειδησιακά παιχνίδια: με την ηδονοβλεπτική επιθυμία του αναγνώστη, με την έλξη του απαγορευμένου, με την ηδονή του φόβου – δηλαδή κάνει ένα διαρκές γκελ με τη χριστιανική ενοχή. Γιατί κυκλώνει την (κατά το Διαφωτισμό) άσπιλη συνείδηση με τη χριστιανική παράδοση του κακού, πιτσιλώντας με άγριο αίμα τις ειδυλλιακές (βαρετές) ευτοπίες.
Γιατί μαζί με την ηθική του αντίφαση μεταθέτει σ’ αυτόν που διαβάζει και την ηθική ευθύνη για όσα εκείνος σκέφτηκε για λογαριασμό, θαρρείς του αναγνώστη. Γιατί εμβόλισε στη λογοτεχνία κάτι που είναι πολύ μεγαλύτερο από το σαδισμό, κάτι που αποδείχτηκε πολύ ανθεκτικότερο από το ρομαντισμό: την ηθική παρενδυσία.
Νομίζω πως δεν υπάρχει συγγραφέας στην ιστορία της λογοτεχνίας που να πέτυχε τέτοιο ολοκληρωτικό κρυφτό με τη συνείδηση του αναγνώστη του (στις άλλες δύο περιπτώσεις που η συνείδηση πλήττεται παρόμοια, στον Πόου και στον Ντοστογιέφσκι, θαρρώ πως δεν έχουμε παιχνίδι μα κάτι άλλο). Τούτο το κρυφτό δεν γίνεται με όρους ενός φιλολογικού-κειμενικού παιχνιδιού – γίνεται με όρους ηθικής επιβίωσης. Ένα μόνο (διάσημο ωστόσο) παράδειγμα: το παρενδυτικό παιχνίδι του Θανατερού με την Ιουλιέτα (του ομότιτλου μυθιστορήματος φυσικά), που προσφέρεται θαρρείς ως διανοητικό χωνευτικό μετά από ένα όργιο βασανισμών, φόνων και των ανθρωποφαγιών που έχουν διαπράξει.
Σε μία μόνο ημέρα τα δύο «τέρατα της απόλαυσης» παντρεύονται ντυμένοι στο αντίστροφο του φύλου τους έναν άντρα και μια γυναίκα και κατόπιν με τα πραγματικά τους φύλα παντρεύονται δυο άλλους παρενδεδυμένους. Διακηρυγμένος στόχος του παιχνιδιού: να μολυνθεί η βεβαιότητα της συζυγικής ιδιοκτησίας – της ιδιοκτησίας ανθρώπων. Μα φυσικά το περιστατικό (που μοιάζει με ανακουφιστικό διάλειμμα στα απίστευτα φορτία σαντικής ηδονής, πόνου και αίματος) είναι κάτι πολύ περισσότερο από διακήρυξη, καθώς ουσιαστικά σχηματοποιεί και τη στοχοθεσία ολόκληρης της σαντικής αφήγησης: τη συνειδησιακή αποδόμηση της ταυτότητας, μια ηθική αποπροσωποποίηση που γίνεται με το αδιάκοπο (χριστιανικό) παιχνίδι των διαδοχικών ενοχών.
Η αφήγησή του ένα ανεξέλεγκτο υβρίδιο: ως προς το είδος, ως προς την ορμή, ως προς τη φόρμα, ως προς τον ηθικό (ή και ηθικιστικό) αυτοπροσδιορισμό τους – κυρίως αυτό. Μια επικράτεια αχανής (πάνω από 50 διασωσμένα βιβλία – και άλλα περίπου 20 κατεστραμμένα κι οριστικά χαμένα, γραμμένα τα περισσότερα στο τελευταίο διάστημα του εγκλεισμού του στο Άσυλο του Σεραντόν, ανάμεσά τους και το δεκάτομο μυθιστόρημα Τα Ταξίδια της Φλορμπέλ), κάτι σαν τοξικός βάλτος που αυξάνεται, που θαρρείς τρέφεται από σένα τον ίδιο: περίπου μυθιστορήματα, περίπου νουβέλες, περίπου φιλοσοφικοί διάλογοι που διασπώνται από περίπου θεωρητικές μπροσούρες, περίπου εγκυκλοπαιδικές συναγωγές, περίπου αυτοβιογραφία και περίπου παραβολή.
Ο ίδιος άνθρωπος που στον Πρόλογο του Εγκλημάτων του Έρωτα (αφού δηλώνει ψευδώς πως ποτέ του δεν έγραψε την Νέα Ιουστίνη) ξεκαθαρίζει πως σκοπός του είναι «να ζωγραφίζει το έγκλημα γυμνό, για να το φοβηθεί και να το σιχαθεί ο κόσμος», πέντε χρόνια νωρίτερα, στον Πρόλογο της Φιλοσοφίας στο Μπουντουάρ, διακηρύττει τη μίμηση των ηρώων του ως μοναδική οδό ευτυχίας, για «να σπαρθεί με ρόδα το αγκαθερό μονοπάτι της ζωής». Και στις δύο περιπτώσεις φαινομενικά ηθικολογεί – στην ουσία παίζει το εσωτερικό παιχνίδι της αφήγησής του: την αδιάκοπη υπονόμευση της ηθικής οπτικής αφηγητή και αναγνώστη, ένα mind game όπου όλοι μαζί αντάμα προχωρούμε, πηγαίνοντας όχι προς μια έξοδο αλλά προς το κέντρο.
Παρόμοια υβριδική είναι και η στοχοθεσία της σαντικής αφήγησης: να τρομάξει η να ηδονίσει, να φαντασιοκοπήσει ή να διδάξει, να σκλαβώσει ή να ελευθερώσει, να περιγράψει ή να οραματιστεί – είναι προφανές πως συνιστά συγγραφική επιλογή να μην μπορεί κανείς να διαλέξει. Συνάμα είναι και ηθικό υβρίδιο, ένα αλλόκοτο μείγμα ακραίας (απενοχοποιητικής;) ελευθεροστομίας και ακραίας προσχώρησης στον χριστιανικό τρόμο.
Ο ντε Σαντ δίχως τον υβριδικό χαρακτήρα της ηθικής εμπλοκής συγγραφέα και αναγνώστη θα ήσαν μια εγκυκλοπαιδική συναγωγή παραδοξοτήτων.
Και πάλι στον Πρόλογο των Εγκλημάτων του Έρωτα, ο ίδιος ο ντε Σαντ περιγράφει την αντίφασή του με εκπληκτική σαφήνεια: “Ο κάθε άνθρωπος κυριαρχείται από δύο ροπές που προσδιορίζουν την ύπαρξή του. Όπου κι αν βρεθεί, θα προσεύχεται και θ’ αγαπάει.” Νά ποια είναι η αφετηρία κάθε μυθιστορήματος μες στους αιώνες. Σ’ αυτές τις δύο ροπές δομήθηκε και η σαντική αντίφαση (η σαντική πλεκτάνη): ο χριστιανικός τρόμος και η ανάγκη για τιμωρία από τον αφέντη φώλιασαν στον πυρήνα της γκάβλας.
Ο ντε Σαντ είναι ένας πειραγμένος χριστιανός συγγραφέας – κι οι πειραγμένοι συγγραφείς μας λιγώνουν (χρησιμοποιώ τη λέξη με τον ίδιο τρόπο που μιλούμε για πειραγμένη μηχανή στα αυτοκίνητα – ας πούμε, πειραγμένος χριστιανός είναι κι ο Νίτσε εκατό χρόνια αργότερα). Χωνεύει μέσα του τη φαντασιοκοπία του Διαφωτισμού επί του μεσαιωνικού τρόμου – στην ουσία, επί του χριστιανικού τρόμου που ταχτάρισε μέσα του το Μεσαίωνα.
Ό ντε Σαντ βυζαίνει τον κόσμο του από τη θηριολογία που ξεκινάει από την Αποκάλυψη του Ιωάννη και φτάνει μέχρι τα εγχειρίδια οδηγιών της Ιερής Εξέτασης – δίχως την Κόλαση του Δάντη δε θα υπήρχε ποτέ. Μιλώντας απερίφραστα για τον πόνο, ουσιαστικά διεκδίκησε όσο κανένας συγκαιρινός του το δικαίωμα να μιλούμε για τον εαυτό μας.
Φαινομενικά είναι ένας ορκισμένος αντιχριστιανός που απευθύνεται σε καταπιεσμένους χριστιανούς γαργαλεύοντας τα χριστιανικά τους απωθημένα. Μα, λογαριάζοντας τον πόνο ως τιμωρία και συνδέοντας την ηδονή με την αποδοχή της αμαρτίας, ουσιαστικά αποδέχεται την αμαρτία – το ότι χρειάζεται φράχτης για να κοιτάξουμε πέρ’ απ’ αυτόν. Ουσιαστικά, τούτο το ζεύγμα μοιάζει μ’ ένα σκύλο που τρέχει να δαγκώσει την ουρά του – κάποτε με σκορπιό που αυτοθανατώνεται.
Το πόσο βαθύς χριστιανός είναι ο ντε Σαντ φαίνεται και στο ότι είδε τα σωματικά υγρά ως απώτατη ντροπή, ως τιμωρία. Όταν χύνει μέσα στη «Θεία Κοινωνία» για να τη μιάνει, για να την ξεφτιλίσει, ουσιαστικά αποδέχεται όλη τη χριστιανική απανθρωπιά που λογαριάζει το σπέρμα ως κάτι μιαρό.
Οι 120 μέρες στα Σόδομα δεν τίποτε άλλο από μια επιτομή χριστιανικών και παραχριστιακών μαρτυρίων και ιεροεξεταστικών μεθόδων υπό τον μανδύα των αυτόνομων διαδοχικών επεισοδίων – μου θυμίζει την επίδειξη των οργάνων βασανισμού που έκανε επί τρεις ημέρες η Ιερή Εξέταση στα υποψήφια θύματά της. Οι ψυχόμπατσοι όλων των αιώνων δεν μπορούν παρά να τον λατρεύουν. Ο ντε Σαντ πιστεύει στην αφήγησή της σκλαβιάς, ζει μέσα της αφηγείται κοινωνώντας το ζόφο της, κατεβαίνει στα έγκατα για να λογαριάσει τις ανθρώπινες εκκρίσεις (το αίμα, τα σκατά, τα χύσια) ως βρωμιές που ταπεινώνουν (κι ας είναι τα υγρά που συνεχίζουν κι ανακυκλώνουν την ζωή).
Η εμμονή του ντε Σαντ στη (συνειδητή) χριστιανοποίηση της αφήγησής του αποτυπώνεται και πιστοποιείται σ’ όλη της την έκταση στα δύο εμβληματικά μυθιστορήματά του που ουσιαστικά συνιστούν και τον πυρήνα του σωζόμενου έργου του: την Ιουστίνη και την Ιουλιέτα. Η Ιουστίνη (δημοσιευμένη σε δύο τόμους, ο πρώτος με τίτλο Ιουστίνη ή οι Ατυχίες της Αρετής το 1791 και ο ανώνυμος δεύτερος με τίτλο Νέα Ιουστίνη ή οι Δυστυχίες της Αρετής, το 1797) ξεκινάει ως μια (φιλοσοφική παρά ηθολογική) παρωδία θρησκευτικού μαρτυρίου: η Ιουστίνη είναι μια αθώα «άτυχη κοπέλα» που υφίσταται τη σταδιοποιημένη σεξουαλική κακοποίηση σε όλες τις μορφές της. Η αλήθεια είναι πως, περισσότερο απ’ όλα τα βιβλία του ντε Σαντ, η Ιουστίνη ξεκινάει ως παρωδία ηθών: η Ιουστίνη είναι μια υπερβολικά αθώα νέα που καταδιώκεται από μια ομάδα «ακόλαστων» οι οποίοι τη βασανίζουν σεξουαλικά.
Όσο αυξάνουν οι μελοδραματικές εκκλήσεις της Ιουστίνης για έλεος, τόσο περισσότερη αυξάνει η αγριότητα των βασανιστών – κι όσο η «καημένη νέα», η «ντροπαλή Ιουστίνη» (έτσι την αποκαλεί συνεχώς ο αφηγητής) προσπαθεί να γλιτώσει, τόσο, μέσα από προφανείς απιθανότητες, η θέση της γίνεται όλο και χειρότερη.
Έτσι ο αναγνώστης παρακολουθεί την καταδίωξη της κοπέλας να εναλλάσσεται με τα σεξουαλικά βασανιστήρια, ταυτισμένος με την εύθυμη περιπαικτική διάθεση της αφήγησης: είναι βέβαιος πως διαβάζει μια παρωδία. Έτσι, όταν η παρωδία μετεξελίσσεται σε τρόμο (στη Νέα Ιουστίνη, όπου η ηρωίδα καταφεύγοντας σ’ ένα μοναστήρι πέφτει στα χέρια έξι διεστραμμένων καλόγερων που φυλακίζουν κοπέλες και τις βασανίζουν), ο αναγνώστης βιώνει μια πρώτου μεγέθους συνειδησιακή δοκιμασία: δεν ξέρει πλέον αν πρέπει να αντιμετωπίσει το αίμα, τα πτώματα, τις μαστιγώσεις, τις οιμωγές, και κυρίως την άγρια χαρά που όλα αυτά γεννούν όλο και περισσότερο στους βασανιστές ως μια υπερβολή, ένα ξεχείλωμα της παρωδίας που διάβαζε, ή ως κάτι άλλο.
Τότε οι σαντικοί ήρωες, θαρρείς να ξέρουν τη συναισθηματική σύγχυση που έχουν προκαλέσει, αρχίζουν να αφηγούνται σεξουαλικούς φόνους που διέπραξαν συνοδευμένους με όλο και φριχτότερα βασανιστήρια (αφήνοντας να εννοηθεί τι επίκειται για την Ιουστίνη), ενώ όλα αυτά διανθίζονται με αλλεπάλληλες «φιλοσοφικές» τοποθετήσεις για την υπέρτατη ηδονή που προσφέρει ο θάνατος μιας ακρωτηριασμένης γυναίκας από αιμορραγία (κόμης ντε Ζερμάντ), για την ηδονή της παιδοκτονίας (μοναχός Συλβέστρος), για την ηδονή του φόνου (μοναχός Ιερεμίας).
Έξαφνα καταλαβαίνουμε πως ενώπιον του αναγνώστη, ενώπιόν μας, η παρωδία χριστιανοποιείται – δηλαδή γίνεται μια ιστορία θρησκευτικού μαρτυρίου όπου ένας άνθρωπος θα θυσιαστεί κατόπιν αποφάσεως κάποιου Αφέντη, το μοναστήρι είναι ο κατάλληλος χώρος, ο κόμης ντε Ζερμάντ (θέλει να) είναι προφανώς ο Σατανάς (με γαμψή μύτη, φαφούτικο στόμα, φωνή βραχνή, τεράστια χέρια για να στραγγαλίζουν λαιμούς), οι έξι καλόγεροι οι βοηθοί του, η Ιουστίνη το σφάγιο που πρέπει να θυσιαστεί σε έναν υπέρτατο σκοπό: την ηδονή του Αφέντη.
Στην Ιουλιέτα (Ιουλιέτα ή το Απόγειο της Ακολασίας, 1797-1801) όλος ο χριστιανικός κόσμος βρίσκεται εξαρχής στη σκηνή: η Ιουλία Εωσφόρου (πρόκειται για την «ακόλαστη» αδελφή και αντεστραμμένη persona της δυστυχισμένης Ιουστίνης), η Πριγκίπισσα Σκοτεινή, ο Θανατερός, ο Άγιος Έρεβος, ο Δράκος Μίνσκι, ο βασανιστής Ντελκούρ και κάμποσοι ακόμη μεγαλοφυείς δολοφόνοι. Πλέον οι αναγωγές και οι αντιστοιχίες μπορούν να γίνουν σε κάμποσες διασταυρώσεις – σε ένα μυθιστόρημα που συνιστά το αξεπέραστο απόγειο ενός φαντασιακού Μεσαίωνα (ο οποίος, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ως αφηγηματική έλξη ανακαλύφτηκε στο Διαφωτισμό). Στην Ιουλιέτα ο στόχος της σεξουαλικής ένωσης είναι ο φόνος που πρέπει να προκάλεσε τον μεγαλύτερο δυνατό τρόμο ως επερχόμενο μαρτύριο και τον μεγαλύτερο δυνατό πόνο ως επερχόμενος θάνατος.
Τα πάντα περιγράφονται προτού συντελεστούν, όχι τόσο για να εντείνουν τον ήδη εδραιωμένο τρόμο, όσο κυρίως για να καταστήσουν συνένοχο τον αναγνώστη. Το χριστιανικό υπόγειο ποτέ δεν αναπαριστάθηκε καλύτερα από τη φριχτή σάλα των αλλεπάλληλων τελετουργικών φόνων που προσφέρει η Ιουλιέτα στον Άγιο Έρεβο: η Φλούβια ψυχορραγεί και πεθαίνει στον τροχό ενώ ατσαλένια καρφιά την ξεσκίζουν, η Λουίζα κομματιάζεται πάνω σ’ ένα τραπέζι «σε εικοσιτέσσερις χιλιάδες κομμάτια», η Παλμίρα ξαπλώνει σ’ ένα σταυρό του Αγίου Ανδρέα και γδέρνεται ζωντανή, τα τρία αγόρια που σκοτώνει ο Κορνάρος τεμαχίζονται και «τα κωλομέρια τους ψήνονται στη σχάρα» για να προσφέρει η Ιουλιέτα ένα δείπνο με ανθρώπινο κρέας.
Το αίμα που πετιέται παντού (κυρίως στη συνείδηση του αναγνώστη), ο πόνος που ηδονίζει κι ο θάνατος που διαρκώς επίκειται και προσφέρει χαρά, δημιουργούν ένα σύμπλοκο αχώρητου: ένα ανεξέλεγκτο εγώ υπερεκχειλίζει από φαντασία, από τρόμο, από κακία – επιβεβαιώνοντας όλους τις χριστιανικές εσχατολογίες.
Δεν υπάρχει βιβλίο της παγκόσμιας λογοτεχνίας σαν την Ιουλιέτα – μήτε ποτέ εγκιβωτίστηκε σε αφήγηση η χαρά της φρίκης με τόση ζωτική ορμή όπως στο μυθιστόρημα αυτό.
Ούτε βέβαια ξαναϋπήρξε συγγραφέας που περπάτησε με τόση διανοητική πείνα μέσα στο χριστιανικό υπόγειο. Ετούτη η ζωτική ορμή (η άγρια χαρά του αφανισμού συνδυασμένη με την ακόρεστη επιθυμία για συνέχεια μέχρι το άπειρο) είναι που δημιουργεί την αίσθηση της αναγνωστικής συνενοχής πολύ περισσότερο από τη φρίκη των περιγραφών των αλλεπάλληλων αφανισμών. Ο ντε Σαντ, περισσότερο κι απ’ τα κορμιά των θυμάτων των ηρώων του, έβαλε στον τροχό μιας αχαλίνωτης φαντασίας την περί συνείδησης αίσθηση του αναγνώστη του.
Στον κόσμο του, δεν υπάρχει καν υποψία κάθαρσης, ή έστω συναισθηματικής εξισορρόπησης μιας ροπής με μιαν αντίθετή της: όλα φτάνουν στο άκρο τους, κι είμαστε βέβαιοι πια ότι θα φτάσουν ακόμη πιο πέρα μετά το τέλος της αφήγησης. Υπό την έννοια αυτή (κι ενώ ο Φουκό βλέπει στο σαντικό κείμενο το μεταίχμιο μεταξύ κλασικού και μοντέρνου κόσμου), ο έλεος και ο φόβος συνεχίζονται έξω από την αφήγηση, αφηνιασμένα άλογα που δεν έχουν να οδηγήσουν πουθενά. Στον ντε Σαντ, για τα δικά μου μάτια, ο κλασικός κόσμος πέφτει (πετιέται) στον γκρεμό, σε μια ηθική άβυσσο απ’ όπου δεν θα επιστρέψει ακόμη κι αν κλείσει το βιβλίο του. Στο σαντικό λαβύρινθο δε θα υπάρξει καμία έξοδος, καμιά λύση – θα υπάρχει μονάχα συνέχεια.
Φυσικά όλα τα παραμύθια που γράφτηκαν μετά απ’ αυτόν είχαν κάτι από τη συνειδησιακή τρομοκρατία του, από την ηθική παρενδυσία του, από τη μετάθεση στον αναγνώστη του υπερεκχειλισμένου ΕΓΩ-που-θέλω-αυτό-για-το-οποίο-ντρέπομαι/φρίττω/ζητώ συγχώρεση. Δεν αναφέρομαι μόνο στα αλαλαγμένα παιδιά του, στον Απολινέρ, τον Μπρετόν, τον Μπατάιγ, τον Ζενέ, τον Μισίμα – μήτε στον Νταλί και τον Μπουνιουέλ και τον Παζολίνι· δεν μιλάω μόνο για τον ρομαντισμό και τους αρχηγέτες του, για τον Μπλέικ και τον Μπάιρον και τον Φρανκενστάιν (εξάλλου όλοι πια το καταλαβαίνουν πως ο ντε Σαντ για το ρομαντισμό, περισσότερο κι από «μαύρο άγγελο», συνιστά ένα μαύρο κουτί) – ούτε μόνο για ό,τι ονομάστηκε λογοτεχνία του νοσηρού ή λογοτεχνία του κακού ή όπως αλλιώς (τον Πόου, τον Μποντλέρ, τον Βερλέν κι όλους τούς άλλους).
Μιλάω για τον Νίτσε και τον Ντοστογιέφκσι και τον Κάφκα, για τον Φλομπέρ και τον Ουάιλντ και τον Προυστ, μιλάω για τον Ντράγιερ, τον Κιούμπρικ και τον Όσιμα, για τον Γκρας, τον Κόπολα και τον Λαρς φον Τριέρ· επί της ουσίας αναφέρομαι σε όλους αυτούς που αναζητούνε ταυτότητα πλαγιάζοντας δίπλα σε πτώματα (ας πούμε: σ’ ένα πτώμα μιανής Ναστάσιας) και τους βρήκαν μέρες αργότερα απ’ τη μυρουδιά. Συμβαίνει συχνά – ιδίως όταν διαβάζεις με τα ρουθούνια: κατεβαίνεις διαφορετικές (στενές, σκοτεινές) σκάλες και φτάνεις πάντοτε στο ίδιο φριχτό υπόγειο της Ιουστίνης.
Ο Μπόρχες, σε ένα σχεδόν δοκίμιο του 1939 περί της απόλυτης βιβλιοθήκης, επισημαίνει πως ο νους του ανθρώπου φαντασιοκοπεί φρικωδίες, τέρατα και πνευματικούς τόπους όπου συγκεντρώνονται τέρατα: Ανάμεσα σ’ αυτά αναφέρει την Κόλαση, τις πλατωνικές ιδέες, τους μη ακέραιους βαθμούς ισχύος, την Αγία Τριάδα (όπου τρεις διαφορετικές πνευματικές δυνάμεις συναρθρώνονται στην ίδια οντότητα). Ένα αντίστοιχο (καλο-επινοημένο άρα ζωντανό) τέρας είναι και το σαντικό τέρας, όπου δυο αντιθετικές ορμές συναρθρώνονται στην ίδια οντότητα: ο άνθρωπος που βρίσκει τη φυσική ηδονή στον φυσικό αφανισμό.
Δεν ξέρω αν ο ντε Σαντ αποκάλυψε ή περιέγραψε ή επινόησε ή μορφοποίησε ή αφηγήθηκε ή διακήρυξε,ο καθένας διαλέγει αυτό που διαβάζει. Το βέβαιο είναι πως ήσαν εκείνος που αποτύπωσε σε κείμενο μιαν εξαρχής απροσπέλαστη φρικωδία, αλλάζοντας μια και καλή τον συνειδησιακό ορίζοντα προσδοκίας μας απ’ αυτόν που λογαριάζουμε ως ηθικό εαυτό μας. Χαρτογράφησε με λέξεις τη διά του κακού ηδονή (ενδεχομένως: την ηδονική κακία) φαντασιοκοπώντας – με μιαν όχι ίδια μα αντίστοιχη διαδρομή ο Ντοστογιέφσκι χαρτογράφησε το φόνο.
Ο ντε Σαντ μίλησε για τη χριστιανογενή βία ελευθερώνοντας το νου του – τούτη την ορμή είχε αφηνιασμένη μέσα του. Κι όπως συνέβη με όλες τις φρικωδίες (και μ’ αυτές που περιέγραψε ο Μπόρχες και μ’ όλες οι άλλες), το τρομερό φαντασιοκόπημά του έγινε (το έκανε ο ίδιος; το έκαναν οι άλλοι;) κήρυγμα, οδηγίες για τη ζωή. Μα ένα παραμύθι (το κάθε παραμύθι), εάν διδαχτεί (εάν κηρυχτεί), γίνεται εγχειρίδιο σκλαβιάς. Κι εμείς; Εμείς ψάχνουμε τους εαυτούς μας μέσα στα παραμύθια των άλλων.
[4. η διδαχή]
Πού στέκεται ο ντε Σαντ; Αυτό είναι το (περίπου προγραμματικά) αναπάντητο ερώτημα που διατρέχει το σαντικό κείμενο – και εντέλει περιστρέφει γύρω του κάθε αναγνωστική εμπλοκή. Πού στέκεται, λοιπόν, ο ντε Σαντ; Όρθιος στον άμβωνα ή κυλισμένος στο πάτωμα; Με άλλα λόγια: κατά πόσο πίστευε ο ίδιος ο ντε Σαντ στο ηθικο-ανθρωποδιορθωτικό κήρυγμα που εγκιβώτιζε μέσα στην αφήγησή του και κατά πόσο το λογάριαζε κομμάτι του μπαρόκ σκηνικού που είχε επιλέξει για τη φαντασιοκοπία του; Θαρρώ πως από ένα σημείο και πέρα αυτά τα δύο μπλέχτηκαν, δημιουργώντας το εκρηκτικό μείγμα φαντασιοκοπίας-αφήγησης-διακήρυξης που υπονομεύει κάθε προσπάθεια ερμηνείας.
Το βέβαιο είναι πως όλες αυτές οι αναρίθμητες κειμενικές αποστροφές, επιστολές και όλα τα (επίσης αναρίθμητα) παρακειμενικά και βιογραφικά στοιχεία που συνηγορούν ως προς την απόλυτη ταύτισή του με τις περιγραφόμενες πράξεις τον ηρώων του μπορούν κάλλιστα να εκληφθούν όχι ως διακήρυξη ιδεών αλλά ως μέρος της μεγάλης παράστασης (φαντασμαγορίας) που έστησε γύρω από τον εαυτό του (και, αυτό κυρίως, γύρω από τη συνείδησή του). Θα μου άρεζε μια τέτοια ερμηνεία – και προφανώς επιλέγω μια τέτοιαν ανάγνωση. Μα και αυτή είναι μια ερμηνεία (μια ανάγνωση) που παραμένει εξίσου υποκειμενική μ’ εκείνην που διαβάζει τις προστακτικές ως προστακτικές και όχι σαν ουρλιαχτά και προσλαμβάνει το έργο του ως διδαχή και τον ίδιο ως ιεροκήρυκα/πολιτικό φιλόσοφο ή ό,τι ανάλογο.
Μιλάω, λοιπόν, όσο πιο απερίφραστα μπορώ για τον ιεροκήρυκα ντε Σαντ (στο όποιο βαθμό ο ίδιος θέλησε να είναι τέτοιος – ή στον όποιο βαθμό τον κατανόησαν ως τέτοιο όσοι τον ενσωμάτωσαν στο πολιτικό πρόταγμά τους): ήσαν ένας από τους μεγαλύτερους φασίστες της ιστορίας, ένας από τους μεγαλύτερους μαντατοφόρους της βίας επί του σώματος, του τελετουργικού φόνου και της «φυσικής» απανθρωπιάς. Ντελάλισε με πρωτοφανή ελευθεροστομία την κυρίαρχη εξουσιαστική φαντασίωση (που την τράβηξε από την καρδιά του φεουδαρχικού Μεσαίωνα – όπως άλλωστε και τα όργανα των βασανιστηρίων του): οτιδήποτε υπάρχει στη φύση ως δυνατότητα πρέπει να επιβληθεί από τον ισχυρό προς τον αδύναμο.
Ο ιεροκήρυκας ντε Σαντ (ο ίδιος άνθρωπος που γύρευε από τα νοσοκομεία να μην έχουν περισσότερους από έναν ασθενή σε κάθε κρεβάτι) δίδαξε το έγκλημα, το βιασμό, το φόνο, την ταπείνωση, ως προβλεπόμενο στο σχέδιο της «φύσης» – άρα ως πολιτικο-κοινωνικό ανθρώπινο καθήκον. Μέσα στη γοητεία του χριστιανικού κακού που σκηνογράφησε στο υπόγειο του Κάστρου, ο ντε Σαντ έβαλε στο στόμα όλων εκείνων των βουλιμικών φονιάδων του την διακήρυξη μιας παιδαριώδους «ελευθερίας» (που προσδιορίζεται ως νόμος του ισχυροτέρου – δηλαδή ακριβώς όπως την προσδιορίζει η εξουσιαστική θεολογία όπου ένας Παντοδύναμος αποφασίζει στο όνομα ετούτης της παντοδυναμίας του και τιμωρεί κάποιους αδύναμους που τον παρακούνε).
Όσοι λογαριάζουν αυτές τις διακηρύξεις πέρα από φαντασιοκοπία και ως κάλεσμα ελευθερίας παρακάμπτουν συνειδητά την βασικότερη προϋπόθεση της ελευθερίας: πως επιτρέπονται όλες οι επιθυμίες – άρα και οι επιθυμίες όσων έβαλε στη θέση των θυμάτων. Και πως σε κάθε ελευθεριακή θεώρηση του κόσμου ο καθένας μας αποφασίζει για το σώμα του (habeo corpus) άρα η επιθυμία κάποιου να μην είναι θύμα υπερέχει της επιθυμίας του θύτη να τον κατάστήσει θύμα.
Αυτοί που ονομάζουν τον ντε Σαντ «ελευθεριακό» φιλόσοφο/ιεροκήρυκα προσπαθούν να δικαιώσουν την αβάσταχτη (για τους ίδιους) γοητεία στην οποία τούς εγκλώβισε το κείμενό του – οι υπερρεαλιστές τον ύμνησαν με τον ίδιο ανόητο τρόπο που ύμνησαν τον μεγαλοφονιά Λένιν ή τον μεγαλοφονιά Στάλιν. Η εκπληκτική δύναμη της σαντικής φαντασιοκοπίας δεν μπορεί να θαμπώνει μια προφανή πραγματικότητα (την οποία ο Παζολίνι περιέγραψε καθαρά στο Σαλό): πως ο ιεροκήρυκας (αν είναι τέτοιος) ντε Σαντ ευαγγελίζεται έναν στρατοπεδικό κόσμο, ένα Lager.
Υπό την έννοια αυτή, το διάσημο ερώτημα του Μπλανσό «Πώς μπορεί να είναι κανείς ντε Σαντ; Πώς μπορεί να είναι ο απόλυτος αρνητής του Θεού, ο εκ θεμελίων άθεος, χωρίς ταυτόχρονα, εξ αντιδιαστολής, να καταφάσκει σε μιαν απολυτότητα ακόμη πιο σαθρή;» απομένει (στα μάτια μου) μια κούφια μεγαλοστομία που ιερουργεί το παράλογο. Τίποτε στον ντε Σαντ δεν υπάρχει δίχως τη χριστιανική αμαρτία – σ’ έναν προχριστιανικό κόσμο θα γοήτευε μονάχα τους αλεξανδρινούς αιτιολόγους και συλλέκτες. Ο ντε Σαντ κάνει γκελ με το απαγορευμένο όπως το δίδαξαν χίλια χρόνια εξουσιαστικού χριστιανικού μυστικισμού.
Ο Χριστιανισμός, με τον ίδιο τρόπο που προϋπέθεσε τη ζωή ως στέρηση της ελευθέριας, προϋποθέτει πως ο θάνατος (ο χαμός) είναι ποινή – και γι’ αυτό ντελαλεί την αιώνια ζωή. Με τη σειρά του, ο ντε Σαντ προϋπέθεσε το φοβερό Κάστρο του Χριστιανισμού, δίχως αυτό το μεγαλειώδες οικοδόμημα, το σκοτεινό υπόγειο δε θα του ασκούσε την παραμικρή γοητεία. Επί της ουσίας, με τη διακήρυξη του σαντισμού ως «δρόμου προς την ελευθερία» πιπίλισε την προπαγάνδα τους: πως, τάχα, η απουσία του Θεού φέρνει τα τέρατα της Κόλασης – παρόλο που ακόμη και τα μικρά παιδιά ξέρουν πώς τα τέρατα της Κόλασης τα φέρνει ο Θεός, και μόνο αυτός.
Ο ντε Σαντ οικοδομεί τον κόσμο του με τα υλικά του χριστιανισμού: με τη βία, με τον πόνο, με την ταπείνωση, με την ηθική επιβολή. Κυρίως τον οικοδομεί με την τιμωρία. Ουσιαστικά είναι ένας παρα-χριστιανισμός που πετάει φούμο στο φαντασικόπημα του παπά για να δοξάσουμε το φαντασιοκόπημα του αφέντη. Αν η αντιπρόταση στο Χριστιανισμό βρίσκεται στην άρνηση της Ουράνιας (και κάθε άλλης) Αρχής (ούτε Θεός ούτε αφέντης), ο ντε Σαντ αναγορεύει τον ηδονιζόμενο άντρα ως Αφέντη, αποδεχόμενος τη θεοκρατική εκδοχή της ηδονής.
Ο ιεροκήρυκας ντε Σαντ (που όντως κάνει τη σκληρότερη κριτική που μπορεί να επιφυλάξει κανείς στο Χριστιανισμό – και σε κάθε θρησκεία των «απατεώνων προφητών») θρησκειοποιεί μια φαντασιοκοπία του και εκδίδει διάγγελμα χριστιανικής φρίκης; Στον κόσμο του η ηδονή προϋποθέτει προϊσταμένους (αφέντες) και υφισταμένους (δούλους): ο σταδιακός ηθικός και σωματικός αφανισμός του δούλου αποτελεί σταδιακή κορύφωση της ηδονής του Αφέντη.
Έτσι ο φιλόσοφος Ντολμανσέ (ο γεμάτος «διανοητική υγεία» πρωταγωνιστής-σολίστας της Φιλοσοφίας στο Μπουντουάρ – ένας ακόμη στη σειρά των Κλεμάν, μοναχού Σιλβέστρου, μοναχού Ιερεμία, κόμη ντε Ζερμάντ, Ιουλίας Εωσφόρου, Αγίου Ερέβου και τόσων άλλων) δεν είναι ελευθερωτής – για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχει ελευθερωτής με μαστίγιο. Ο Ντολμανσέ (που δεν παρουσιάζεται ως αλυχτισμένος σκύλος όπως η Ιουλιέτα ή ο Άγιος Έρεβος αλλά ως σφύζων από πνευματική υγεία) είναι ένας θιασώτης της απώτατης εξουσιαστικής βίας, του νόμου των ισχυροτέρου, της ηθικής ευγονικής.
Εξάλλου το λέει όσο πιο καθαρά γίνεται να το πει κανείς: «Υπάρχει άνθρωπος που όταν γκαβλώσει δε θέλει να γίνει αφέντης;». Και ακόμη: «Υπάρχει άντρας με εύρωστα γεννητικά όργανα που δε θέλει να κακοποιήσει τη γυναίκα;» Στον κόσμο του (έτσι όπως τον οραματίζεται στη μπροσούρα του Άλλη μια προσπάθεια, Γάλλοι, για να γίνεται δημοκράτες) επιτρέπεται οτιδήποτε: ο βιασμός, η ταπείνωση, ο χαλασμός, ο φόνος. Οι ανήμποροι λογαριάζονται για ανθρώπινα σκουπίδια που πρέπει να αφανιστούν – οι δυνατοί οφείλουν να πραγματοποιούν οποιαδήποτε επιθυμία επειδή περιλαμβάνεται στο φυσικό σχέδιο.
Στον κοσμοσύστημα του Ντολμανσέ, το Άουσβιτς, η Χιροσίμα, η Ρουάντα, οι ντούμπες με τα πτώματα της ιστορίας, όχι απλά επιτρέπονται, αλλά επιβάλλονται εφόσον αποτελέσουν μια φαντασίωση έστω και ενός ανθρώπου. Ο Ντολμανσέ φυσικά δεν είναι ανηθικιστής: στο όνομα μιας ανύπαρκτης ανηθικολογίας είναι ένας ιεροεξεταστής της δύναμης, της δυνατότητας για βία, της δυνατότητας να αλυσοδένουνε τους ανθρώπους. Ο Ντολμανσέ είναι ένας καλός, καλότατος Χριστιανός: αποδίδει στην ελευθερία όλη την κτηνωδία που της δίνει ο Χριστιανισμός – ουσιαστικά βλέπει την ελευθερία μέσα στο view master του Χριστιανισμού. Εκεί (εδώ) οι γυναίκες είναι «γεννημένες σκλάβες» – και η Φύση δεν είναι τίποτε άλλο από «την επιθυμία της κυριαρχίας». Αν ήξερε πολωνικά, θα το φώναζε: Wstavać.
Όλ’ αυτά εφαρμόζονται και στην πράξη στον έβδομο και τελευταίο διάλογο του ίδιου βιβλίου, που, γραμμένο στο πρότυπο του πλατωνικού Συμποσίου, είναι μεν πολύ πιο ήπιο ως προς τις περιγραφές τρόμου, βασανιστηρίων και φόνου από την Νέα Ιουστίνη και, βέβαια, την Ιουλιέτα, αλλά είναι και το πλέον αυτοπροσδιορισμένο ως πολιτική διδαχή από τον ίδιο ντε Σαντ – και υπ’ αυτήν την έννοια ίσως το πλέον τρομακτικό. Στις σελίδες αυτές διαβάζουμε τον τελετουργικό σεξουαλικό βασανισμό και φόνο της κυρίας ντε Μιστιβάλ από τον Ντολμανσέ και τους υπολοίπους (την κυρία Σαιντ Ανζ, τον Ιππότη, τον Αυγουστίνο και, φυσικά, την ίδια την κόρη του θύματος, την Ευγενία).
Ο μονόλογος του Ντολμανσέ ουσιαστικά είναι το μανιφέστο ετούτου του τελετουργικού φόνου – που τον πρωτοκήρυξαν οι θρησκείες: «Αυτό που οι ανόητοι ονομάζουν “ανθρωπισμό” είναι απλώς μια αδυναμία γεννημένη από το φόβο και τον εγωισμό. Εκείνοι που σφυρηλατούν το χαρακτήρα τους με την τόλμη, το στωικισμό και τη φιλοσοφία, αγνοούν αυτήν την ανύπαρκτη αρχή που υποδουλώνει μονάχα τους αδύνατους. […]
Ακόμη κι αν αφανίζαμε τούτη την πουτάνα, δε θα εγκληματούσαμε στο ελάχιστο: η διάπραξη του εγκλήματος είναι αδύνατη για τον άνθρωπο. Εφόσον η Φύση τού εμφύτευσε την ασυγκράτητη επιθυμία να εγκληματήσει, κανόνισε πολύ σοφά να του κάνει αδύνατες τις πράξεις εκείνες που θα μπορούσαν να παρενοχλήσουν τις λειτουργίες της ή να έρθουν σε σύγκρουση με τη βούλησή της. Το μόνο έγκλημα θα ήταν να αντιταχτούμε στις εμπνεύσεις της φύσης».
Αμέσως μετά ο Ντολμανσέ εφαρμόζει πάνω στο σώμα της κυρίας ντε Μιστιβάλ ότι λογαριάζει ως φυσικό καθήκον: παρά τις ικεσίες της, παρά τις οιμωγές της, τη βασανίζει, τη μαστιγώνει, τη βιάζει και, αφού διασκέπτεται τον τρόπο του φόνου της (προτάσεις που πέφτουν στο τραπέζι: τεμαχισμός, τσάκισμα των οστών, φιτίλια με θειάφι που θα μπουν στο μουνί της και στον κώλο της και θ’ ανάψουν), στο τέλος επιλέγει τον πλέον ευφάνταστο φόνο: το βιασμό από έναν συφιλιδικό άντρα, ενώ η κυρία Σαιντ Ανζ προτείνει το ράψιμο όλων των οπών του κορμιού της με βελόνα «για να μην ξεφύγει το δηλητήριο που κυκλοφορεί στις φλέβες της κυρίας». Η Ευγενία αναλαμβάνει το ράψιμο, βρίζοντας την ημιλιπόθυμη μητέρα της που ουρλιάζει με φριχτούς πόνους. Ο διάλογος (και το βιβλίο) τελειώνει όταν ο Ντολμανσέ διατάζει ν’ αρχίσει το φαγητό: «Πάντοτε τρώω με περισσότερη όρεξη και κοιμάμαι ειρηνικότερα όταν έχω βουτήξει ικανοποιητικά σε αυτό που οι ηλίθιοι ονομάζουν έγκλημα».
Εάν όλο αυτό είναι αφήγηση, συνιστά μιαν από τις αγριότερες (και γι’ αυτό ερεθιστικότερες διανοητικά) παραβολές τρόμου των αιώνων της Δύσης (ας πούμε, η απείρως φριχτότερη περιγραφικά Ιουλιέτα με τρομάζει λιγότερο διότι με την απύθμενη βία της και το γκροτέσκο-γοτθικό σκηνικό της δεν μπορεί να σταθεί, στα μάτια μου τουλάχιστον, παρά μόνο ως αλληγορία ή, έστω, ως σπλάτερ παρωδία ενός «νέου ηθικού κώδικα»). Αν πάλι ετούτος ο τελετουργικός φόνος της κυρίας ντε Μιστιβάλ λογαριαστεί ως κήρυγμα, τότε αποτελεί μιαν ακόμη απαίσια διδαχή τιμωρίας – όπου εδώ το (προηγούμενο της τιμωρίας) έγκλημα είναι η ίδια η (συν)ύπαρξη. Ο ιεροκήρυκας ντε Σαντ είναι ένας χριστιανός που κατέβηκε την στενή σκοτεινή σκάλα. Μα στην ουσία αλλάζει τα ονόματα των λέξεων επιμένοντας στον ίδιο τρόμο από τον ίδιο άμβωνα.
Εμείς διαβάζουμε.
[5. οι επίγονοι και οι υπο-διάκονοι]
Εδώ και διακόσια χρόνια πάμπολλοι επίγονοι θέλησαν να γυρέψουν την κορδέλα της σαντικής φαντασιοκοπίας, οι περισσότεροι στα κρυφά, κάποιοι φανερά και φωναχτά. Η συντριπτική πλειονότητα όλων αυτών φυσικά κατέληξε σε αναμασήματα – ούτε καν σε μιαν αξιοπρεπή μίμηση: ακόμη και η μίμηση της σαντικής φαντασιοκοπίας, πέραν της τόλμης, πέραν της αφηνιασμένης ενοχής, θέλει και αφηγηματικό ταλέντο που έχει φτάσει στο κόκκινο – δεν είναι εύκολο να συμπέσουν αυτά μαζί.
Φυσικά υπήρξαν και τουλάχιστον δέκα περιπτώσεις ανεπανάληπτων φαντασιοκόπων της ιστορίας που κατάφεραν να κρατήσουν στα χέρια τους τη ματωμένη κορδέλα του ντε Σαντ ή έστω ένα κουρέλι της (και φυσικά κανένας απ’ αυτούς δεν τον μιμήθηκε): ο Πόου, ο Μποντλέρ, ο Βερλέν, ο Απολινέρ, ο Μπατάιγ, οι γάλλοι Υπερρεαλιστές, καθώς και άλλοι ακόμη – ας πούμε, ο Μπλέικ κι ο Μπάιρον κι ο Φλομπέρ κι ο Ουάιλντ. Φυσικά (κι αυτό κάτι λέει), κανείς τους δεν στήνει τη σαντική πλεκτάνη, μήτε επιλέγει (καταφέρνει;) να παίξει το τρομερό συνειδησιακό παιχνίδι που ανοίγει ο ντε Σαντ με τον αναγνώστη του.
Μ’ άλλα λόγια: όλοι οι σαντικοί επίγονοι (ακόμη κι αυτός ο τρομερός Πόου) του λένε ξεκάθαρα: «Εγώ θα σε τρομάξω μ’ αυτό που διαβάζεις, θα σε κάνω ν’ αλυχτήσεις, ν’ ανατριχιάσεις» Ωστόσο κανένας δεν του λέει αυτό που, είτε παίζοντας είτε σοβαρολογώντας, του πετάει στα μούτρα ο τρόφιμος του Σαραντόν: «Εγώ θα σε ισιάξω μ’ αυτό που τρομάζεις, θα σε κάνω καλύτερο άνθρωπο με την ανατριχίλα σου, διά του φόνου και του αφανισμού θα σου μάθω να ζεις»
Όλοι εκτός από έναν.
Από τους πολλούς επιγόνους που τράβηξαν την κορδέλα του ντε Σαντ, ο Εμπειρίκος ήσαν ο μόνος που επιχείρησε να τον φορέσει ανάποδα – ουσιαστικά θέλησε να κάνει στον ντε Σαντ ό,τι έκανε ο ίδιος ο ντε Σαντ στο Χριστιανισμό (κι αυτό ήταν ενδεικτικό του συγγραφικού του ορίζοντα). Στον Μεγάλο Ανατολικό ο Εμπειρίκος πήρε την κοσμοδιορθωτική φαντασιοκοπία του ντε Σαντ αλλά και το συνειδησιακό παιχνίδι του με ταν αναγνώστη και όλα αυτά τα μετακένωσε στην εξωχριστιανική οπτική της παραδείσιας σεξουαλικής πληρότητας (πλησμονής).
Έτσι έφτιαξε μια πανηδονιστική ευτοπία απαλλαγμένη από τα βασανιστήρια, την ενοχή την τιμωρία, τη βία, τον τρόμο, το φόνο, το βιασμό, τα βασανιστήρια, την εκμηδένιση του άλλου, την αναμονή της τιμωρίας ως ηδονής. Ο Εμπειρίκος έφτιαξε μια παραδείσια ευτοπία, έναν μη χριστιανικό Παράδεισο της γκάβλας (ενώ ο ντε Σαντ έφτιαξε μιαν αθεϊστική χριστιανική Κόλαση), από όπου απουσιάζει κάθε κακία γιατί τα πάντα αυτοεκπληρώνονται Στον χριστιανικό κόσμο πάντοτε κάτι λείπει – όπως άλλωστε και στον ντε Σαντ.
Στον Μεγάλο Ανατολικό δεν λείπει τίποτε – μήτε και υπάρχει ο τρόμος μιας αναμονής. Ενδεχομένως γι’ αυτό κάποιοι να το λογάριασαν για βαρετή λογοτεχνία – μα αυτό δεν είναι κάτι καινούριο: Οι δυστοπίες (φρικωδίες κατά τον Μπόρχες) έλκουν μοναδικά τους ανθρώπους, καλουπώνουν (σ)τις ανάγκες τους – προφανής απόδειξη το ότι όλες οι θρησκείες του τρόμου κυριαρχούν.
Και κάτι ακόμη: αν ο Μέγας Ανατολικός είναι ο ντε Σαντ γυρισμένος ανάποδα, απαλλαγμένος από τα χριστιανογενή του ζεύγματα (που είναι), κι εφόσον υιοθετεί το σαντικό συνειδησιακό παιχνίδι με τον αναγνώστη (που τουλάχιστον ώς ένα βαθμό το υιοθετεί), μοιράζεται και την κοσμοδιορθωτική οπτική του προτύπου του (κι αυτό σε ό,τι αφορά τον Εμπειρίκο στρέχει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό με άλλα πρότυπα και στην Οκτάνα). Ωστόσο ο Εμπειρίκος διασώζεται από τη ρητορεία του κοσμοδιορθωτικού οίστρου του γιατί στον πυρήνα του λόγου του (και σε αντίθεση με τον ντε Σαντ) δε λογαριάζει τίποτε άλλο τον εαυτό του από ποιητή-προφήτη (δεν είναι τυχαίο που ο ίδιος ο Εμπειρίκος μιλώντας για τον άθεο μαρκήσιο τον εναποθέτει στον … Θεό, χαρακτηρίζοντάς τον χρησμό για τη ζωή και για μας – χρησμό, όχι οδηγό).
Ουσιαστικά μιμείται (με τέχνη περισσότερη απ’ όσην αρχικά νομίζουμε) έναν μεταπροφητικό λόγο (που τον τραβάει από τον Γουόλτ Γουίτμαν) και όλα τα σημεία της κοσμοδιόρθωσής του φαντάζουν (και γι’ αυτό είναι) ένα κειμενικό παιχνίδι μίμησης. Η γκάβλα στον ντε Σαντ είναι ταπείνωση, ο θάνατος στον ντε Σαντ είναι τιμωρία. Οι αυτοσυστάσεις του ντε Σαντ είναι ιεροκηρυχτικές και κατηχητικές – δηλαδή μας σώζει– οι αυτοσυστάσεις του Εμπειρίκου είναι ποιητικές-προφητικές (κάτι ανάμεσα στον Γουίτμαν και στον Σικελιανό) – δηλαδή χρησμοδοτεί.
Όσοι έχουμε διαβάσει τον Εμπειρίκο πέρα από τον Μεγάλο Ανατολικό μπορούμε να αντιληθούμε πως η γκάβλα στον κόσμο είναι απαλλαγή από την ενοχή και όχι μετάθεση της ενοχής στη βία. Στον Εμπειρίκο (κυρίως των Χαϊμαλιών του Έρωτα και των Αρμάτων) ο θάνατος δεν είναι τιμωρία – είναι κορύφωση.
Φυσικά, μαζί με τους πάμπολλους επιγόνους της φαντασιοκοπίας, υπήρξαν (και πάντοτε θα υπάρχουν) οι υπο-διάκονοι της διδαχής – κι ίσως αυτοί να είναι ακόμη περισσότεροι. Η ακαταμάχητη κειμενική γοητεία του ντε Σαντ και η αίσθηση μετάβασης που δημιουργεί έκανε πολλούς από τους θαυμαστές της αφήγησής του να γίνουν (ψυχωμένοι) οπαδοί του κηρύγματός του.
Ετούτοι οι οπαδοί του ντε Σαντ-ιεροκήρυκα (ή, αν έτσι ακούγεται καθαρότερα: του πολιτικού προτάγματος του ντε Σαντ) μπορούν, ανάλογα με την οπτική τους, να χωριστούν σε τρεις γενικές κατηγορίες (κάποιοι μάλιστα τις υποστήριξαν και τις τρεις ταυτόχρονα, κάποιοι διαδοχικά – η περίπτωση του Κλοσόφσκι είναι χαρακτηριστική): στους υπέρμαχους μιας (ας την πούμε έτσι) πολιτικής οπτικής, στους υπέρμαχους μιας ιστορικής οπτικής και, τέλος, στους υπέρμαχους μιας συνειδητά απάνθρωπης ή βερμπαλιστικής οπτικής ντυμένης με έναν οντολογικό μανδύα (χρησιμοποιώ τη φράση βερμπαλιστική οπτική περιγραφικά – ίσως γιατί είναι η μόνη που δεν προδίδει ολότελα την απαξία που δίνω σ’ αυτή την οπτική).
Η πρώτη κατηγορία των σαντικών οπαδών (υπέρμαχων μιας πολιτικής οπτικής) περιλαμβάνει (την πλέον πολυάριθμη) ομάδα εκείνων που καταφέρνουν να ζέψουν τη σκέψη τους στο σχήμα της πολιτικής συμμαχίας και του συμμάχου στη δράση για την εκπλήρωση ενός στόχου. Σύμφωνα μ’ αυτήν την ευρέως διαδεδομένη όσο και παιδαριώδη (μα στην πυρήνα της πολιτική) ανάλυση, ο εχθρός του εχθρού σου είναι φίλος σου.
Για τους πολλούς θιασώτες της αρκεί το γεγονός πως ο ντε Σαντ ήσαν το κόκκινο πανί αστών, παπάδων, δικαστών και λοιπών κοινωνικών ταγών, για να τον καταστήσει στα μάτια τους «μέγιστο ανατροπέα και ελευθερωτή» που πλήρωσε το κήρυγμά του με το αργοσάπισμα σε φυλακές και άσυλα φρενοβλαβών – και τούτο το σχήμα τούς συγκινεί τόσο πολύ, που λησμονούν να σκεφτούνε τι λογής απελευθερωτικό κήρυγμα μπορεί να γίνει με το μαστίγιο και τον πόνο.
Κατά τη μανιχαϊστική (θεοκρατική) λογική τους, το πολιτικο-κοσμοδιορθωτικό κήρυγμα του ντε Σαντ προσδιορίζεται όχι από το περιεχόμενό του αλλά από όσους το κυνήγησαν και το απαγόρευσαν τα τελευταία διακόσια χρόνια. Έτσι, αφού όλοι οι εξουσιαστικοί θεσμοί (κράτος, Εκκλησία, δικαιοσύνη, ακαδημαϊκή κουλτούρα, εκπαίδευση) τον πολεμούν λυσσαλέα, το έργο του δεν μπορεί παρά να είναι ένα «κάλεσμα ελευθερίας».
Φυσικά όλη αυτή η επιχειρηματολογία στηρίζεται σε ένα προφανές (και ανάξιο περισσότερης ανάλυσης) ξεχείλωμα της λογικής: στο ίδιο ξεχείλωμα στηρίζονται οι Χριστιανοί επικαλούμενοι φόνους που γίνονται από «σατανιστικές» οργανώσεις για ν’ αποδείξουν την ύπαρξη του Θεού τους (λησμονώντας πως ο ίδιος ο «σατανάς» είναι δικιά τους εφεύρεση). Κι είναι γνωστό πως τούτο το δόγμα («ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου»), παρά τη λογική στρέβλωση πάνω στην οποία στηρίζεται, πείθει ευρέως: αρκεί να σκεφτούμε πόσοι ορμώμενοι από την κεντρική αντικαπιταλιστική τους θέση (Χάμσουν, Πάουντ, Σέλιν) στήριξαν ασμένως το φασισμό και το ναζισμό – μαζί και όλα τα τέρατά τους.
Η δεύτερη κατηγορία όσων συνηγορούν υπέρ του ντε Σαντ-ιεροκήρυκα τη συνιστούν αυτοί που προτάσσουν μιαν ιστορική οπτική. Ο ντε Σαντ, λένε, έζησε στον καιρό του Διαφωτισμού και της (Γαλλικής) Επανάστασης και ουσιαστικά στήριξε την κοσμοδιόρθωσή του στο όραμα της εκ θεμελίων ανοικοδόμησης του κόσμου και του πολιτισμού. Συμφωνώ πως αυτό ενδέχεται να είναι μια ερμηνεία της σαντικής κοσμοδιόρθωσης – μα από πού προκύπτει πως αυτή η ερμηνεία τη δικαιώνει; Ούτε μπορώ να καταλάβω το πώς συνιστά «ελευθερία» από τη θρησκευτική σκλαβιά ο ευαγγελισμός της δύναμης που εκμηδενίζει, ως «φυσικό καθήκον», όποιον υπόκειται σ’ αυτήν.
Πολλοί διαβάζουν στο σαντικό κήρυγμα μια μπαρόκ παραβολή (ή ένα πλέγμα παραβολών) που έχει προφανή στόχο να αποσαθρώσει το υφιστάμενο ηθικό σύστημα (του καιρού του ή του κάθε καιρού). Σαφώς και αυτό ισχύει – μα εδώ (και αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο) έχουμε να μιλήσουμε για κειμενικά είδη: η παραβολή είναι λογοτεχνικό είδος, είναι αφήγηση – όταν γίνει πολιτικό πρόταγμα, ακυρώνεται.
Και βέβαια, ένα πολιτικό κήρυγμα δεν γίνεται να δικαιωθεί επειδή ήταν γέννημα των ιστορικών αναγκών του καιρού του (και ο αντισημιτισμός ήταν γέννημα των ιστορικών αναγκών πολλών κοινωνιών και πολλών καιρών: άρα δικαιώνεται το Mein Kampf;). Όπως όλες οι θεωρίες που βάζουν την Ιστορία ως επιχείρημα για τη διακήρυξη (ή την πράξη) της απανθρωπιάς, η οπτική αυτή παραπέμπει στην απαρχή του φασισμού – ή αποτελεί το κεντρικό επιχείρημα της απολογίας κάθε φασισμού.
Αντιθέτως, η τρίτη κατηγορία οπαδών του ντε Σαντ-ιεροκήρυκα αφήνει στην άκρη το πολιτικό και το ιστορικό άλλοθι και ντελαλίζει τον αφανισμό του άλλου ως ανθρώπινο μονόδρομο – δηλαδή δεν απολογείται για το φασισμό αλλά τον κηρύσσει ευθέως. Η οπτική αυτή συνήθως βάζει μπροστά τον ασυνάρτητο βερμπαλισμό που παρουσιάζεται ως «φιλοσοφικός λόγος» και είναι προϋπόθεση του ανορθολογισμού. Έτσι, πλέοντας στη θάλασσα της ασυναρτησίας, οι θιασώτες αυτής της οπτικής λένε, με αφορμή τον ντε Σαντ, πως «ο φόνος του άλλου είναι το Απώτατο Σημείο ανάδειξης του Είναι του» (συνήθως στα κείμενα αυτά πολλές λέξεις αρχίζουν με κεφαλαίο) – άρα «κάθε θεωρία φόνου είναι ανθρωπιστική».
Σύμφωνα μ’ αυτή την οπτική, το Άουσβιτς είναι πράξη ανθρωπιστική.
Διαβάζοντας ανάλογα κείμενα τυφλού ανορθολογισμού και πεπιεσμένης βλακείας (κάποια απ’ αυτά μάλιστα πλέον θεωρούνται «κλασικά» και απέκτησαν νέους οπαδούς που τα περιφέρουν ως ιερά σκεύη), σκέφτεται κανείς πως μαζί με τα όρια της ανθρώπινης σκέψης θα επεκτείνονται στο άπειρο και τα όρια της ανθρώπινης ηλιθιότητας: η ευήθεια αυτού του είδους (πέρα για πέρα άδικη για τον ντε Σαντ που, αν μη τι άλλο, δεν κενολογούσε εκ του ασφαλούς αλλά σπαράσσονταν στη φαντασιοκοπία του) είναι συχνά διασκεδαστική – όπως διασκεδαστικό είναι ένα μεγάλο κομμάτι τής (ώρες-ώρες εντυπωσιακά ευφάνταστης) ασυναρτησιολογίας που αυτοχαρακτηρίζεται με λογής (μεθοδικά ακατάληπτους) «φιλοσοφικούς» -ισμούς.
Συνοψίζω (που συχνά σημαίνει: επιμένω): όλοι (μα όλοι) οι ιεροκήρυκες κηρύττουν το θάνατο κι όσοι κάνουν τον ντε Σαντ πρόταγμα αφενός τον βάζουν στη μακριά λίστα του διακηρυγμένου κοσμοδιορθωτικού μίσους (κάπου ανάμεσα στο Malleus Maleficarum και το Mein Kampf) και αφετέρου παλεύουν να ακυρώσουν την κειμενική ένταση του φαντασιοκοπήματός του. Όποιος φοβάται τα μαστίγια δεν έχει να φοβηθεί από το κείμενο του ντε Σαντ (κι από κανέναν συγγραφέα) – έχει να φοβηθεί από το ντελάλισμα του ντε Σαντ (κι από όλους τους ντελάληδες). Έχει να σκιαχτεί από κάθε ντελάλισμα αυτών που θέλουν να τον οδηγήσουν, να τον ισιάξουν, να τον αναβαθμίσουν, να τον ελευθερώσουν.
Στα χέρια μας, στα χέρια του καθενός μας, απομένουν τα βιβλία.
Το παιχνίδι ονομάζεται: Ο καθένας μόνος του – σε μια γωνιά μ’ ένα βιβλίο.
[6. αλίμονο, είμαστε χριστιανοί]
Τα βιβλία δεν είναι ευαγγέλια. Οποιοδήποτε βιβλίο κι αν γίνει ευαγγέλιο σκοτώνει. Τα βιβλία είναι συναισθηματικές ανθοδέσμες – συχνά και συναισθηματικά κομφούζια. Τα βιβλία περιγράφουν αυτό που ποθούμε ή αυτό που φοβόμαστε – άρα κι αυτό που είμαστε. Τα βιβλία δεν είναι πρωτόκολλα θεραπείας – δεν εφαρμόζονται επί ανθρώπων. Ποτέ δε σκότωσαν οι λέξεις – σκοτώνουν τα παραγγέλματα. Επιμένω: κάθε παράγγελμα είναι το ίδιο παράγγελμα μιας έγερσης σε μιαν αυγή που πίνουμε μαύρο γάλα.
Μπορεί κανείς να μου πει (να μου φωνάξει): Μας λες τον πολιτικό φιλόσοφο/ιεροκήρυκα ντε Σαντ ντελαλισμένο αντιανθρωπιστή και οργανικά Χριστιανό, έναν ευαγγελιστή ενός στρατοπεδικού κόσμου – μα τελικά μήπως δεν κατέγραψε μια δική μας, κατάδική μας, φαντασίωση; Σκέψου πόσο μάς γοητεύει (έστω σταδιοποιημένη) η βία με την οποία ο ντε Σαντ έντυσε τη γκάβλα – πόσο σπουδαιότεροι νιώθουμε όταν κρατάμε μαστίγιο. Απαντάω: Και ποιος σάς είπε πως ο στρατοπεδικός κόσμος δεν είναι μια δική μας, κατάδική μας, φαντασίωση; Γιά σκεφτείτε πώς αλαλάζουμε στις παρελάσεις των όπλων, πόσο μάς γοητεύει η απαίσια Μάρσια της Αΐντας, πόσο μάς θέλγει ο τρόμος με τον οποίο ντύνει το θάνατο ο Πόου (και ο Λάβκραφτ και τόσοι άλλοι μετά απ’ αυτόν). Δεν είμαστε απαραίτητα συνειδητοί ναζί, μήτε και απαραίτητα θανατότρομοι. Δεν είμαστε απαραίτητα σαδιστές. Είμαστε (κρυφο) χριστιανοί.
Το προχωράω: Είμαστε χριστιανοί, θεόπληκτοι, δηλαδή άνθρωποι που λογαριάζονται (ακόμη κι από τους ίδιους τούς εαυτούς τους) ως κείμενοι υπό επιδιόρθωση (υπό βελτίωση), βαθύτατα εξαρτημένοι από μια εξουσιαστική οπτική του θανάτου. Πειστήκαμε πως οι άνθρωποι φτιάχτηκαν για να τυραννούνε τους ανθρώπους. Λογαριάζουμε το θάνατο ως τρόμο, ως τιμωρία, ω ς π τ ώ σ η – λογαριάζουμε τη γκάβλα ως κυριαρχία. Η σκοτεινή ρίζα του ολέθρου μας βρίσκεται στο παραμύθι της Γένεσης: κάποιος Πλάστης-Νταβατζής γυαλίστηκε να σηκώσει μαστίγιο και να δώσει εντολές – όποιος τον παράκουγε θα τιμωρούνταν.
Αν σκεφτόμασταν πως η γκάβλα είναι απελπισία, ακριβώς γιατί δε χρειάζεται ελπίδες και υποσχέσεις, αν σκεφτόμασταν πως ο θάνατος δεν είναι πτώση αλλά προϋπόθεση για να γκαβλώνουμε, άρα πως είναι κομμάτι του ανθρώπινου σπαρταρίσματός μας, στην τελική σημαντικό κομμάτι ζωής, ίσως (να τονιστεί: ίσως) να ήταν μπορετό ν’ αφήσουμε στην άκρη το μαστίγιο, ίσως να ήταν βολετό να νιώσουμε (ή να περιγράψουμε) τη γκάβλα ως κάτι που δε διδάσκεται και δεν έχει τη ρίζα του στην ενοχή. Επιμένω: η γκάβλα δεν μπορεί να γίνει διδαχή. Είναι προφανές πως μιλάω μόνο με τον εαυτό μου (δηλαδή: όποιος με πιστέψει θα με καταστρέψει) και, ναι, μιλάω για τα μελένια λεμόνια (που τα ονειρεύεται ο καθένας μοναχός του). Άρα ας το πω κάπως σωστότερα: μιλάω μόνο για τον εαυτό μου και μιλάω και για τα μελένια λεμόνια μου.
Κάποτε οι άνθρωποι επινόησαν το τραγικό (ή: κατέφυγαν στο τραγικό) για να ισορροπήσουν τη ματαιότητα τους. Εντέλει αυτό είναι (αυτό παραμένει) το πρόβλημα του έρωτά μας: ο διαρκώς επερχόμενος θάνατός μας. Αν τον πασπαλίσουμε με την ψευτιά της σωτηρίας, ίσως να γίνει κάπως γλυκότερος – κι εμείς θα έχουμε τελειώσει τα προβλήματά μας βάζοντας στο στόμα το κουφέτο, ένα κουφέτο αποδοχής πως κάτι μάς λείπει.
Αν πάλι εννοήσουμε το θάνατο ως χαμό, τότε έχουμε να διαλέξουμε: ο χαμός μπορεί να είναι πτώση, μπορεί να είναι και έλξη. Μα τούτο το δεύτερο θα προϋπέθετε να φανταστούμε τι δάγκωσε η Εύα σ’ εκείνο το παραμύθι της Γένεσης: τη γεύση του κόκκινου μήλου, την αίσθηση της δαγκωμασιάς, το γαίμα στο στόμα, την αφή του σμιξίματος με το φίδι.
Και το ερώτημα κόβει σαν το ξυράφι: Πόσοι διαλέγουν να ζούνε δίχως να κρατούνε μαστίγιο; Απαντάμε κουνώντας το κεφάλι, σηκώνοντας τους ώμους, θαρρείς να λέμε πως δεν προλαβαίνουμε – ουσιαστικά παραδεχόμαστε πως είμαστε άνθρωποι «πλασμένοι για να πυροβολούν μες το μουνί των γυναικών».
Κι όσο ο φόβος παιδαγωγεί, όσο η ματαιότητα είναι κατάρα, όσο ο θάνατός μας είναι μια τιμωρία, όσο η ηδονή είναι αμαρτία, κι όσο το τρεμάμενο σώμα μας παραμένει ζυγισμένο παρεπόμενο μιας διανοητικής παλάντζας, τέτοιοι θα είμαστε, χριστιανοί, φανεροί ή κρυφοί, με το μαστίγιο στο χέρι για να (επι)ζήσουμε, με το μαστίγιο στο χέρι για να αγαπήσουμε.
πηγή: @Θανάσης Τριαρίδης / 2008
Post A Comment: