Γεννήθηκε
το 1728 στο Μάρτον του Μίντλεσμπρο, στην Αγγλία. Μέχρι τα 16 του
χρόνια, εργαζόταν στο αγρόκτημα του πάτερα του. Έπειτα, πήγε στο κοντινό
ψαροχώρι Στέιθες για να δουλέψει ως βοηθός σε ένα παντοπωλείο. Από το
παράθυρο του παντοπωλείου αυτού, παρατηρούσε την θάλασσα η οποία τον
προσέλκυσε. Έτσι, αποφάσισε να την ακολουθήσει. Στα 19 του, πήγε στο
κοντινό λιμάνι του Γουίτμπι όπου μετά από προσπάθεια κατάφερε να
προσληφθεί ως ναυτόπαις σε ένα πλοίο που μετέφερε άνθρακα σε διάφορα
λιμάνια των Αγγλίας. Παράλληλα όμως, σπούδαζε αστρονομία, γεωμετρία,
ναυτιλία, άλγεβρα και οτιδήποτε σχετιζόταν με την επιστήμη της
ναυσιπλοΐας.
Στα 24 του, περνώντας τις απαραίτητες εξετάσεις, έγινε
αξιωματικός του Εμπορικού Ναυτικού στο πλοίο “Φρέντσιπ” το οποίο
εκτελούσε ταξίδια στην Βαλτική Θάλασσα. Τριά χρόνια μετά, στα 27 του,
ένα μήνα πριν γίνει για πρώτη φορά Πλοίαρχος, στο πλοίο “Φρέντσιπ”. Πήρε
την μεγάλη απόφαση να εγκαταλείψει το Εμπορικό Ναυτικό και να
καταταχθεί εθελοντικά στο Βασιλικό Ναυτικο της Αγγλίας το οποίο ήδη
προετοιμαζόταν για τον Επταετή Πόλεμο, αρχίζοντας και πάλι από το τέλος
της Ιεραρχίας. Αυτός, ήταν ο Τζέιμς Κουκ. Η απόφαση αυτή, ήταν η αρχή
μιας μεγάλης διαδρομής που θα τον αναδείξει ως έναν από τους
σπουδαιότερους θαλασσοπόρους της Ιστορίας.
Η
καριέρα του στο Βασιλικό Ναυτικό της Αγγλίας, άρχισε στο πλοίο “Ιγκλ” ως
γραμματέας Πλοιάρχου. Συμμετέχοντας στην βύθιση και την αιχμαλώτιση δύο
εχθρικών Γαλλικών πλοίων, προήχθη σε Ναύκληρος. Οι ικανότητες του, σε
διάστημα δύο ετών, τον προήγαγαν σε Πλοίαρχο ενός από τα συνοδευτικά
πλοία του “Ιγκλ” και έναν χρόνο αργότερα, πήρε το πτυχίο του Πλοιάρχου,
όπου και ορίστηκε ως Υποπλοίαρχος στην φρεγάτα “Σόλμπεϊ”. Στα πλαίσια
του Επταετή Πολέμου, ως Πλοίαρχος του πλοίου “Πέμπρόουκ”, συμμετείχε
στην Πολιορκία του Κεμπέκ και στις μάχες των Πεδιάδων του Αβραάμ. Εκεί,
διακρίθηκε για το χαρτογραφικό ταλέντο του καθώς είχε χαρτογραφήσει το
νησί της Νέας Γης και γενικότερα τις ανατολικές ακτές του σημερινού
Καναδά με τόση ακρίβεια, που οι χάρτες του χρησιμοποιούνταν ακόμα και
τον 20ο αιώνα. Οι χαρτογραφήσεις αυτές, δεν πέρασαν απαρατήρητες από το
Αγγλικό Ναυαρχείο. Έτσι, ο Κουκ, ορίστηκε να αναλάβει τις υπερπόντιες
εξερευνήσεις.
Το
1766, ο Κουκ ορίστηκε να κατευθυνθεί προς τον Ειρηνικό Ωκεανό και να τον
εξερευνήσει. Μετά από την απαραίτητη προετοιμασία της αποστολής, ο
Κουκ, απέπλευσε από το Πλίμουθ στις 5 Αυγούστου του 1768 με το πλοίο
“Εντέαβορ” και 90 άνδρες πλήρωμα. Διέπλευσε κατά μήκος τον Ατλαντικό
Ωκεανό και κατευθύνθηκε προς το νότιο άκρο της Αμερικής. Αφού πέρασε το
Ακρωτήριο Χορν, διέπλευσε τον Ειρηνικό Ωκεανό, φτάνοντας τις 13 Απριλίου
του 1769 στο νησί Ταϊτή το οποίο σήμερα ανήκει στο σύμπλεγμα της
Γαλλικής Πολυνησίας. Εκεί, έκανε τις αστρονομικές παρατηρήσεις που του
είχαν ανατεθεί από την Επιστημονική Κοινότητα της Αγγλίας. Αφού
ολοκλήρωσε τις παρατηρήσεις αυτές, άνοιξε έναν σφραγισμένο φάκελο από το
Αγγλικό Ναυαρχείο, ο οποίος ανέφερε την επόμενη αποστολή. Η αποστολή
αυτή, ήταν η αναζήτηση της άγνωστης Νότια Γης (Terra Australis). Έτσι, ο
Κουκ συνέχισε το ταξίδι του πλέοντας νοτιοδυτικά, φτάνοντας στην Νέα
Ζηλανδία όπου και χαρτογράφησε τις ακτές της. Από εκεί, συνέχισε δυτικά
και στις 19 Απριλίου του 1770, έφτασε στην Αυστραλία όπου χαρτογράφησε
τις ανατολικές ακτές της. Από το πλοίο του, κατέγραψε για πρώτη φορά
τους Αβορίγινες. Δέκα μέρες μετά την άφιξη στην Αυστραλία, το πλήρωμα,
αποβιβάστηκε για πρώτη φορά στην στεριά, σε έναν κόλπο στην Χερσόνησο
Κέρνελ, εκεί που σήμερα βρίσκεται η πόλη του Σίδνεϊ. Εκεί, οι Άγγλοι,
ήρθαν για πρώτη φορά σε επαφή με τους Αβορίγινες ενώ ο βοτανολόγος Ιωσήφ
Μπανκς που ήταν μαζί με την αποστολή, βρήκε πληθώρα από άγνωστα βότανα,
ονομάζοντας τον κόλπο “Botany bay”, ένα όνομα που διατηρείται ακόμα και
σήμερα.
Ο
Κουκ, από εκεί, συνέχισε να πλέει βόρεια κατά μήκος των ανατολικών
Αυστραλιανών ακτών. Στις 11 Ιουνίου του 1770, το “Εντέαβορ”, προσάραξε
σε ένα κοραλλιογενή ύφαλο με συνέπεια να υποστεί σοβαρές ζημιές. Μετά
από μία εβδομάδα, το πλοίο κατάφερε να καταπλεύσει στις εκβολές ενός
ποταμού ο οποίος σήμερα φέρει το όνομα του πλοίου. Το πλοίο
επισκευαζόταν για εφτά εβδομάδες, στην περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται η
πόλη Κουκτάουν (Η Πόλη του Κουκ). Όταν το πλοίο επισκευάστηκε, ο Κουκ
συνέχισε το ταξίδι του πλέοντας βορειότερα. Έφτασε στον Πορθμό του Τόρες
και κατέπλευσε στο νησί Ποσέσιον στις 22 Αυγούστου του 1770. Εκεί,
αξίωσε τις εξερευνηθείσες ακτές τις Αυσταλίας ως Βρετανική γη. Έπειτα, ο
Κουκ πήρε τον δρόμο της επιστροφής μέσω της Μπατάβια (σημερινή
Τζακάρτα) και του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας, φτάνοντας στο Ντοβερ της
Αγγλίας στις 13 Ιουλίου του 1771, με 56 από τους αρχικούς 90 άνδρες του
πληρώματος καθώς πολύ είχαν υποκύψει στην ασθένεια της Ελονοσίας κατά
το πέρασμα τους από την Ινδονησία.
Αν
και ο Κουκ επέστρεψε σαν ήρωας στην Αγγλία, το παράδοξο είναι πως
περισσότερο δοξάστηκε ο βοτανολόγος Ιωσήφ Μπανκς καθώς η επιστημονική
κοινότητα της χώρας, έδωσε μεγαλύτερη σημασία στα βοτανολογικά ευρήματα
παρά στις γεωγραφικές ανακαλύψεις του Κουκ. Ο Μπανκς, μάλιστα, θέλησε να
αναλάβει την ηγεσία της επόμενης εξερευνητικής αποστολής στην θέση του
Κουκ, αλλά τελικά αποσύρθηκε. Ο Κουκ, για την επιτυχία των εξερευνήσεων
του, προάχθηκε στον βαθμό του Διοικητή. Πίστευε πως η Νότια Γη βρισκόταν
νοτιότερα των Αυστραλιανών ακτών που είχε χαρτογραφήσει. Έτσι, ο
Ναύαρχος του ανέθεσε ένα ακόμη εξερευνητικό ταξίδι.
Στις
13 Ιούλιου του 1772, με δύο πλοία αυτή την φορά, το “Ρεζολούσιον” υπό
την Πλοιαρχία του ιδίου του Κουκ και το “Αντβέντσουρ” υπό την Πλοιαρχία
του Τομπίας Φουρνόξ, ο Κουκ, κατευθύνθηκε νότια διαπλέοντας τον
Ατλαντικό, και αφού πέρασε το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, συνέχισε
ακόμα πιο νότια αναζητώντας την Νότια Γη. Στις 17 Ιανουαρίου του 1773,
τα πλοία πέρασαν τον Ανταρκτικό Κύκλο. Οι πάγοι όμως που βρήκαν, έπεισαν
τον Κουκ πως ήταν αδύνατον να πλεύσει νοτιότερα και έτσι συνέχισε
βορειοανατολικά, ανακαλύπτοντας το νησί Πίτκαριν. Κάνοντας έναν κυκλικό
πλου στα νησιά του νοτιοδυτικού Ειρηνικού Ωκεανού, κατέπλευσε στην Νέα
Ζηλανδία. Από εκεί, έκανε μία ακόμη προσπάθεια να πλεύσει νότια,
φτάνοντας μέχρι το πλάτος των 71 μοιρών και 10 πρώτων της μοίρας, όπου
ήταν το νοτιότερο σημείο του πλανήτη που δεν είχε φτάσει ποτέ κάνεις
μέχρι τότε.
Οι πάγοι αλλά και η αδυναμία του πληρώματος να αντιμετωπίσει
τις πολικές κλιματικές συνθήκες, ανάγκασαν τον Κουκ να αλλάξει και πάλι
πορεία προς βόρεια πραγματοποιώντας έναν ακόμη - μεγαλύτερο αυτή την
φορά - κυκλικό πλου στον Νότιο Ειρηνικό. Πέρασε από τo Αρχιπέλαγος Χουάν
Φερνάντες, τα νησιά Μαρκέζας, έπειτα κατευθύνθηκε προς την Ταϊτή και
από εκεί, πλέοντας ανατολικά, ανακάλυψε το νησί της Νέας Καλιδονίας.
Κατά την επιστροφή του προς την Αγγλία μέσω του Ειρηνικού Ωκεανού,
περνώντας το πέρασμα του Ντρέικ, ανακάλυψε τα νησιά της Νότιας Γεωργίας
και Σάντουιτς. Εκεί όμως, λόγω μιας ομίχλης, τα δύο πλοία έχασαν την
μεταξύ τους επαφή και ακολούθησαν διαφορετικές πορείες. Το “Αντβέρτσουρ”
επέστρεψε προς τον Ειρηνικό Ωκεανό και κατευθύνθηκε προς την Νέα
Ζηλανδία ενώ το “Ρεζολούσιον” του Κουκ, επέστρεψε στην Αγγλία στις 19
Ιουλίου του 1775.
Στο
δεύτερο του ταξίδι, ο Κουκ, μπορεί να μην ανακάλυψε την Νότια Γη, αλλά
αντιλήφθηκε την λύση ενός μεγάλου προβλήματος που αποδεκάτιζε πληρώματα
στα μεγάλης διάρκειας εξερευνητικά ταξίδια. Παρατήρησε πως με την
κατανάλωση λεμονιού, εξαλειφόταν η ασθένεια του σκορβούτου που μάστιζε
μέχρι τότε τα πληρώματα λόγω έλλειψης βιταμινών. Για τον λόγο αυτό, οι
ανθρώπινες απώλειες από αυτό το ταξίδι, ήταν ελάχιστες. Ο Κουκ όμως, δεν
είχε σκοπό να σταματήσει τις εξερευνήσεις. Η Κυβέρνηση της Αγγλίας,
είχε προκηρύξει ένα έπαθλο 20.000 λιρών σε εκείνον που θα ανακάλυπτε το
Βορειοανατολικό Πέρασμα από την Ευρώπη προς την Ασία. Ο Κουκ, παρόλο που
είχε καταξιωθεί και είχε τιμηθεί για τις ανακαλύψεις, αντί να
επαναπαυθεί στις δάφνες του, στα 48 του χρόνια πλέον, αποφάσισε να
διεκδικήσει το έπαθλο.
Στις 12 Ιουλίου του 1776, απέπλευσε από το Πλύμουθ με το πλοίο “Ρεζολούσιον” με το οποίο είχε πραγματοποιήσει και το προηγούμενο ταξίδι του, συνοδευόμενο από την φρεγάτα “Ντισκάβερι”. Στην Αγγλία, είχε διαδοθεί πως το ταξίδι αυτό είχε σκοπό να μεταφέρει στην Ταϊτή έναν αυτόχθονα που τον έλεγαν “Ομάϊ” τον οποίο ο Κουκ τον είχε χρησιμοποιήσει ως πλοηγό στο προηγούμενο του ταξίδι. Πράγματι, ο Κουκ έπλευσε προς την Ταϊτή για αυτό τον λόγο αλλά στην συνέχεια, έπλευσε βόρεια για τον κύριο σκοπό του. Κατά την πλεύση του, έγινε ο πρώτος Ευρωπαίος που έφτασε στα νησιά Χαβάι, προσεγγίζοντας το νησί Καουάι. Από εκεί, συνέχισε να πλέει βορειοανατολικά, φτάνοντας στις δυτικές ακτές της Βορείου Αμερικής, βορειότερα των Ισπανικών κτήσεων της Καλλιφόρνια, στις ακτές της σημερινής πολιτείας Όρεγκον. Συνεχίζοντας βορειότερα, οι κακοκαιρίες τον ανάγκασαν να βρει καταφύγιο στις ακτές του νησιού Βανκούβερ όπου εκεί σύναψε φιλικές σχέσεις με τους αυτόχθονες. Όταν οι καιρικές συνθήκες έγιναν ευνοϊκότερες, ο Κουκ συνέχισε να πλέει και να χαρτογραφεί τις δυτικές ακτές της Βορείου Αμερικής μέχρι και την Αλάσκα, συμπληρώνοντας έτσι το χαρτογραφικό κενό που υπήρχε βορειότερα της Καλιφόρνια.
Έχοντας πλέον φτάσει νότια του Βερίγγειου Πορθμού, έκανε επανειλημμένες
προσπάθειες για να τον διαπλεύσει, χωρίς αποτέλεσμα. Έχοντας πλέον
αποδεχτεί πως ο πορθμός είναι αδιάβατος, άλλαξε πορεία και κατευθύνθηκε
προς τα Νησιά Χαβάι. Αφού έπλευσε γύρο από το αρχιπέλαγος εξερευνώντας
το, κατέπλευσε στον κόλπο Κεαλακεκούα, του νησιού Χαβάη όπου συνέπεσε
στην τελετή λατρείας των ιθαγενών προς τον θεό τους, Λόνο. Αυτή η
σύμπτωση, έκανε τους ιθαγενείς να πιστέψουν πως ο Κουκ ήταν η
μετενσάρκωση του θεού τους. Αφού ο Κουκ με το πλήρωμα του απόλαυσαν αυτή
την λατρεία, μετά από ένα μήνα, απέπλευσε για να εξερευνήσει τον Βόρειο
Ειρηνικό Ωκεανο. Λίγο μετά τον απόπλου όμως, έσπασε ένα κατάρτι στο
“Ρεζολούσιον” και έτσι επέστρεψε και πάλι πίσω για να το επισκευάσουν.
Κατά την διάρκεια της επισκευής, οι σχέσεις μεταξύ του πληρώματος και
των ιθαγενών, άρχισαν να γίνονται εχθρικές. Στις 14 Φευρουαρίου του
1779, κάποιοι από τους ιθαγενείς, έκλεψαν μία λέμβο από το πλοίο. Ο
Κουκ, αποφάσισε να συλλάβει τον Βασιλιά τους μέχρι να επιστραφεί η
λέμβος μαζί με τα υπόλοιπα αντικείμενα που είχαν κλαπεί από προηγούμενες
φορές. Καθώς οι Άγγλοι πήγαν να συλλάβουν τον βασιλιά, αντιμετώπισαν
την σθεναρή αντίσταση των ιθαγενών η οποία ανάγκασε τους Άγγλους να
επιστρέψουν στα πλοία. Καθώς ο Κουκ έσπρωχνε μία από της βάρκες για να
ξεκολλήσει από την ακτή, χτυπήθηκε στο κεφάλι και μαχαιρώθηκε θανάσιμα
από τους ιθαγενείς η οποίοι σέρνοντας το πτώμα του, το πήραν μαζί τους.
Μετά τον θάνατο του Κουκ, την ηγεσία της αποστολής ανέλαβε ο Πλοίαρχος
του “Ντισκάβερι”, Τσαρλς Κλερκ. Ο Κλερκ, κατεύθυνε την αποστολή και πάλι
προς τον Βερίγγειο Πορθμό πραγματοποιώντας μια δική του προσπάθεια να
βρει το Νοτιοανατολικό Πέρασμα, αλλά πάνω στην προσπάθεια, πέθανε από
φυματίωση. Το “Ρεζολούσιον” και το “Ντισκάβερι” επέστρεψαν στην Αγγλία
τον Οκτώβριο του 1780 υπό τον Τζον Γκορ και τον Τζέιμς Κινγκ.
Ο Τζέιμς Κουκ, έχει καταγραφεί στην Ιστορία ως ο σπουδαιότερος Άγγλος
θαλασσοπόρος και ένας από τους σπουδαιότερους όλων των εποχών. Οι
εξερευνήσεις του και οι καταγραφές του έδωσαν μια ολοκληρωμένη εικόνα
στους Άγγλους και στους Ευρωπαίους γενικότερα για τον μεγαλύτερο ωκεανό
του πλανήτη. Μετά τα ταξίδια του Κουκ, άρχισε και η αποίκηση της
Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας και άλλων μικρότερων νησιών από τους
Άγγλους.
Μνημείο στην Χαβάι, στο σημείο που σκοτώθηκε ο Τζέιμς Κουκ. |
Post A Comment: