Η έλλειψη πρωτοτυπίας στην χριστιανική πίστη.
Ο «Αληθής Λόγος» είναι έργο υπεράσπισης του Ελληνισμού, το πρώτο ελληνικό έργο αντιιουδαϊκής και αντιχριστιανικής πολεμικής. Ο Κέλσος, Έλληνας εκλεκτικός φιλόσοφος της ύστερης αρχαιότητας, αντλώντας επιχειρήματα από το οπλοστάσιο της Ελληνικής Φιλοσοφίας, από την Ιστορία και τη Θρησκειολογία, δίνει την ελληνική απάντηση σε ένα δόγμα που το θεωρεί προϊόν βάρβαρης και απολίτιστης σκέψης (γράφει χαρακτηριστικά, ότι ο Χριστιανισμός απευθύνεται σε ηλίθιους και αμόρφωτους). Ο «Αληθής Λόγος», με το αδιάβλητο κύρος του αρχαιοελληνικού λόγου, έρχεται να ανατρέψει τους μύθους περί «ελληνοχριστιανισμού» καταδεικνύοντας με έμφαση το χάσμα ανάμεσα στο Ελληνικό Πνεύμα και τον Χριστιανισμό.
Ο «Αληθής Λόγος», γραμμένος το 178 μ.κ.ε. σώζεται σχεδόν αυτούσιος χάρη στον χριστιανό κατηχητή Ωριγένη ο οποίος, προκειμένου να αντικρούσει τον Κέλσο, τον παρέθεσε μέσα στο απολογητικό του έργο «Κατά Κέλσου», (Contra Celsum) ακριβώς ως είχε. Έτσι, η ανασύνθεση του «Αληθή Λόγου» δεν στάθηκε ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση: Χρειάστηκε να ανασυρθεί το κείμενο μέσα από το αρχικό χειρόγραφο του Βατικανού (Α, Vat gr. 386. 13ος αι.) και να αποδοθεί στο ακέραιο, με την διατήρηση, στα σημεία όπου χρειαζόταν, μόνο των «συνδετικών» λέξεων ή φράσεων του Ωριγένη. Σήμερα οι ειδικοί συμφωνούν ότι ο «Αληθής Λόγος» όπως περιέχεται στο «Κατά Κέλσου» αποτελεί το 80% του αρχικού και θεωρείται ότι μόνο οκτώ-εννιά σημεία έχει απαλείψει ή συντομεύσει ο Ωριγένης.
Η αντιχριστιανική πολεμική του Κέλσου είναι η πρώτη που ξεφεύγει από το μέχρι τότε επίπεδο αντιμετώπισης των χριστιανών από μέρους των λογίων -αν μπορεί βέβαια να θεωρηθεί ως σοβαρή αντιμετώπιση, είτε η διακωμώδηση των απλοϊκών αντιλήψεων και της ευπιστίας των χριστιανών είτε οι περιστασιακές και χονδροειδείς επιθέσεις κατά της υποτιθέμενης ανηθικότητας ή και εγκληματικότητάς τους. Τέτοιες επιθέσεις άλλοτε στηρίζονταν σε -συνήθως συκοφαντικές και ιουδαϊκής έμπνευσης- φήμες που ήθελαν τους χριστιανούς να τελούν αιμομικτικά όργια κ.τ.λ. και άλλοτε σε προκλητικές και «ασεβείς» συμπεριφορές και γενικά στην αντικοινωνική στάση των ίδιων των χριστιανών.
Ο Κέλσος μεταφέρει για πρώτη φορά την πολεμική στο ιστορικό και φιλοσοφικό πεδίο, επιχειρώντας να δώσει μια όσο το δυνατό ολοκληρωμένη ελληνική απάντηση σ’ ένα δόγμα που θεωρεί ότι προέρχεται από έναν δεισιδαίμονα και απολίτιστο λαό, ένα δόγμα που το θεωρεί προϊόν βάρβαρης σκέψης. Φυσικά δεν του διαφεύγει, μ’ όλη την περιφρόνηση του για το χαμηλό επίπεδο των συγχρόνων του χριστιανών δασκάλων, ότι τη νέα θρησκεία, ήδη στα 170 μ.κ.ε. δεν μπορεί κανείς παρά να την πάρει στα σοβαρά, και ότι δεν έχει πια να κάνει με τις ολιγομελείς κοινότητες των «γραφικών» και αξιοπερίεργων τύπων του 1ου αιώνα.
Οι πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του Κέλσου, του συγγραφέα του έργου “Αληθής Λόγος” είναι ελάχιστες. Τον 2ο αιώνα υπήρξαν και άλλοι πολέμιοι του χριστιανισμού με το όνομα Κέλσος. Πιθανόν, πρόκειται για τον φιλόσοφο Κέλσο, φίλο του Λουκιανού, ο οποίος έζησε την εποχή που αυτοκράτωρ ήταν ο Μάρκος Αυρήλιος.
Εντούτοις αυτό το συμπέρασμα αμφισβητείται καθώς ο φίλος του Λουκιανού ήταν γνωστός επικούρειος φιλόσοφος, ενώ ο συγγραφέας του Αληθούς Λόγου είναι σαφώς πλατωνιστής. Στην πραγματικότητα, έχουμε να κάνουμε με έναν εκλεκτικό φιλόσοφο, μια τάση η οποία ήταν διαδεδομένη μεταξύ των φιλοσόφων της ρωμαϊκής εποχής.
Σύμφωνα με το Λεξικό Eλευθερουδάκη (1929): «O Kέλσος επεχείρησε δια του “Aληθούς λόγου” να πείση τους Xριστιανούς να εγκαταλίπωσι την παράλογον και ταπεινήν θρησκείαν αυτών, ήτις θέτει αυτούς εκτός νόμου, και επανελθώσιν εις την θρησκείαν του κράτους προς το κοινόν αγαθόν και εαυτών και της πολιτείας».
Ο Κέλσος, θεωρεί τον Θεό ως απόλυτη υπερβατική αρχή και ότι ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε από τον Θεό, αλλά από “δαίμονες”, στους οποίους περιλαμβάνονται οι άγγελοι και οι ήρωες. Πιστεύει ότι το χριστιανικό δόγμα είναι βάρβαρο συνονθύλευμα αρχαίων θρησκειών και φιλοσοφικών δοξασιών και διδάσκεται από ανόητους και φαύλους. Κατηγορεί ως παράλογη και αφιλοσόφητη την πίστη ότι ο Θεός κατήλθε από τον ουρανό για να σώσει τους ανθρώπους, ενώ σκώπτει τους χριστιανούς για τις διαιρέσεις τους.
Αληθής Λόγος κατά Χριστιανών
Οι χριστιανοί, αντίθετα από τις συνήθειες που επικρατούν, έχουν θεσπίσει μεταξύ τους μυστικούς κανόνες απ’ τους οποίους όσοι δεν παραβαίνουν το νόμο βγαίνουν στο φως, ενώ όσοι τελούνται κατά τρόπο που αντιβαίνει στα ήθη, μένουν κρυφοί. Η λεγόμενη ‘αγάπη’ που τους ενώνει οφείλεται στον κοινό κίνδυνο που διατρέχουν, και ο κίνδυνος ωθεί στην συντροφικότητα ισχυρότερα από κάθε όρκο. Όσο για το δόγμα τους, έχει βάρβαρη προέλευση. Βέβαια, ακόμη και οι βάρβαροι είναι σε θέση να επινοούν δόγματα, μόνο που συμβαίνει να είναι οι Έλληνες οι πιο κατάλληλοι να κρίνουν την αρετή και να επιβεβαιώνουν την αξία των όσων σκαρφίζονται οι βάρβαροι.
Σ’ αυτά που τους αρέσει να κάνουν και να διδάσκουν, οι χριστιανοί επιδίδονται κρυφά, και όχι χωρίς λόγο, παρά για να αποφύγουν τη θανατική καταδίκη που κρέμεται πάνω από τα κεφάλια τους. Δεν υπάρχει τίποτα το καινούριο ή σπουδαίο στην ηθική τους διδασκαλία, που αν την συγκρίνει κανείς με άλλες φιλοσοφίες δεν θα την βρει διόλου πρωτότυπη.
Λόγου χάρη η αποστροφή τους προς ό,τι θεωρούν ως ειδωλολατρεία. Το ότι δεν είναι λογικό, αντικείμενα που έχουν φτιαχτεί από ανθρώπινα χέρια να τα θεωρεί κανείς ως θεούς μιας και πρόκειται για κατασκευάσματα φαύλων και πολλές φορές άδικων ανθρώπων, το πίστευαν κι οι Πέρσες, όπως μας ιστορεί ο Ηρόδοτος.
Αλλά κι ο Ηράκλειτος λέει, «όσοι λατρεύουν τ’ άψυχα για θεούς δεν διαφέρουν από κάποιον που πιάνει κουβέντα με τα ντουβάρια».
Οι χριστιανοί πιστεύουν ότι προφέροντας τα ονόματα δαιμόνων ή λέγοντας μαγικά ξόρκια, αποκτούν δύναμη. Ο ίδιος ο Ιησούς χρησιμοποιώντας μαγικά τεχνάσματα φάνηκε πως έκανε θαύματα, και μάλιστα πρόβλεψε ότι και άλλοι θα ‘παιρναν μαθήματα και θα ‘καναν τα ίδια, παριστάνοντας τους σπουδαίους κι ότι τα κατορθώματά τους δήθεν οφείλονται στη δύναμη του θεού· και κάτι τέτοιους τους ξαπόστελνε ο Ιησούς. Αν είχε δίκιο να τους καταδικάζει, τότε όντας κι ο ίδιος ένοχος για τα ίδια πράγματα, ήταν τιποτένιος· και αν δεν ήταν τιποτένιος ο ίδιος τότε δεν ήσαν τιποτένιοι και όσοι πήγαν να τον μιμηθούν. […]
Οι χριστιανοί διατηρούν απόκρυφες δοξασίες, κι έτσι προσποιούνται και καλύπτονται ως προς το τι πιστεύουν και τι όχι. […] Προσωπικά, δεν υποστηρίζω ότι θα ‘πρεπε κανείς να υποχρεώνεται να απομακρυνθεί από τις καλοπροαίρετες δοξασίες του ή να προσποιηθεί ότι απομακρύνθηκε ή ότι τις απαρνήθηκε, προκειμένου να αποφύγει κινδύνους.
Μέσα σε κάθε άνθρωπο υπάρχει η ψυχή που όντας ανώτερη από το γήινο στοιχείο, συγγενεύει με τον θεό. Κι οι καλόψυχοι άνθρωποι, όπου κι αν βρίσκονται, λαχταρούν τον συγγενή τους αυτόν, και διαρκώς τον φέρνουν στο νου τους και πάντα ποθούν κάτι να μαθαίνουν γι’ αυτόν. Όμως, αν πρόκειται να ενστερνιστούν κάποιο θρησκευτικό δόγμα, πρέπει να έχουν για οδηγό τους τη Λογική.
Γιατί όποιος πιστεύει χωρίς πρώτα να ελέγξει λογικά ένα δόγμα, είναι βέβαιο πως θα απατηθεί. Έχουμε πολλά σημερινά παραδείγματα άλογης πίστης: Τους ζητιάνους ιερείς της Κυβέλης, τους μάγους που δίνουν προφητείες παρατηρώντας ουράνια φαινόμενα, τους λάτρεις του Μίθρα και του Σαβαδία κι όσους βλέπουν φαντάσματα της Εκάτης ή κάποιας άλλης θεότητας θηλυκής ή αρσενικής.
Ακριβώς όπως οι τσαρλατάνοι αυτών των λατρειών εκμεταλλεύονται την αφέλεια των εύπιστων και τους τραβούν από τη μύτη, έτσι γίνεται και με τους χριστιανούς δασκάλους· κάποιοι από αυτούς δεν θέλουν καν να διατυπώσουν ούτε να ακούσουν ένα επιχείρημα πάνω σ’ αυτά που πιστεύουν, προτιμώντας τα «πίστευε και μη ερεύνα» και «η πίστη σου θα σε σώσει», και «η σοφία αυτού του κόσμου είναι κακό πράγμα, ενώ το να ‘σαι απλοϊκός είναι καλό».
Αν κάνουν τον κόπο να μου δώσουν κάποια απάντηση, αντιμετωπίζοντάς με όχι σαν κάποιον που σκίζεται να μάθει απ’ αυτούς (έτσι κι αλλιώς μού είναι γνωστά όλα αυτά), αλλά σαν κάποιον που ενδιαφέρεται εξ ίσου για το κάθε τι, τότε έχει καλώς· αν όμως δεν θελήσουν και μου πουν, καθώς το συνηθίζουν, «μη εξέταζε» και τα παρόμοια, θα πρέπει να τους διδάξω, ώστε να δουν κι οι ίδιοι, τι πραγματικά είναι και από πού πηγάζουν τα όσα υποστηρίζουν.
Η έλλειψη πρωτοτυπίας στην χριστιανική πίστη
Πολλά από τα έθνη του κόσμου διατηρούν δόγματα συγγενικά, πράγμα που μας οδηγεί στην υπόθεση ότι οι διάφορες εθνικές δοξασίες και προκαταλήψεις έχουν λίγο ως πολύ κοινή καταγωγή. Πίσω απ’ αυτές βρίσκεται εξ αρχής κάποιο αρχαίο δόγμα που, όπως λέγεται, το συντήρησαν οι σοφότεροι όλων των εθνών και πόλεων (Αιγύπτιοι, Ασσύριοι, Ινδοί, Πέρσες, Σαμοθράκες, Οδρύσες και Ελευσίνιοι.
Οι Γαλακτοφάγοι του Ομήρου, οι Δρυίδες των Γαλατών και οι Γέτες πίστευαν σε δόγματα παρόμοια με των Ιουδαίων -και μάλιστα πριν από αυτούς). Ο Αίνος, ο Μουσαίος, ο Ορφέας, ο Φερεκύδης ο Ζωροάστρης και ο Πυθαγόρας είχαν συλλάβει τα νοήματα τους και έγραψαν τις δοξασίες τους σε βιβλία που μπορεί κανείς μέχρι και στις μέρες μας να συμβουλευτεί.
Εκείνοι τώρα που επιχειρούν να μεταμφιέσουν ή να προσδώσουν αλληγορικό χαρακτήρα στην κοσμογονία του Μωυσή, παρ’ όλο που είναι πιο λογικοί (από όσους την παίρνουν τοις μετρητοίς), κάνουν μεγάλο λάθος.
Γιατί το σύμπαν ούτε αρχή έχει, ούτε υπόκειται σε καμία φθορά. Μόνο όσα βρίσκονται πάνω στη γη επηρεάζονται από κατακλυσμούς και μεγάλες πυρκαϊές και μάλιστα όχι όλα μαζί και ταυτοχρόνως. (Σύμφωνα με την παράδοση των παραπάνω εθνών) έχουν γίνει πολλές φορές κατακλυσμοί και καταστροφικές πυρκαϊές και αναστατώσεις, και πιο πρόσφατα ο κατακλυσμός επί Δευκαλίωνα και η πυρκαϊά επί Φαέθοντα. Ακόμα κι οι Έλληνες θεωρούσαν αυτά τα γεγονότα πανάρχαια, καθώς δεν είχαν υπ’ όψη τους στοιχεία ή διηγήσεις για ακόμα πιο παλιά τέτοια γεγονότα.
Ο Μωυσής τώρα, έχοντας ακούσει με προσοχή κι έχοντας λάβει γνώση των δοξασιών αυτών που ήταν διαδεδομένες ανάμεσα στα σοφά έθνη και στους διακεκριμένους άνδρες, κατάφερε να δημιουργήσει γύρω από τον εαυτό του την φήμη ότι είχε θείες δυνάμεις.
Πολλά από όσα δίδαξε άλλωστε δεν είχαν καμία πρωτοτυπία. Η περιτομή, λόγου χάριν, προέρχεται από τους Αιγυπτίους. Και δίχως λογική αιτία, οι γιδοβοσκοί κι οι τσοπάνηδες, προφανώς εξαπατημένοι από τις απλοϊκές του δοξασίες, ακολούθησαν τον Μωυσή που τους δίδαξε ότι δεν υπάρχει παρά ένας θεός, που ονομάζεται Ύψιστος ή Αδωναΐ ή Ουράνιος ή Σαβαώθ ή δεν ξέρω πώς, και έπαψαν να αναγνωρίζουν κάθε άλλον.
Οι Ιουδαίοι δεν κατάλαβαν ότι δεν έχει καμία σημασία πώς ονομάζει κανείς τον ανώτατο θεό, αν τον λέει Δία όπως οι Έλληνες ή αν χρησιμοποιεί ινδικό όνομα ή αιγυπτιακό. Χώρια που, παρά την αποκλειστικότητα του ενός ύψιστου θεού, οι ίδιοι και αγγέλους λατρεύουν και σε μάγια πιστεύουν, των οποίων μάλιστα ο Μωυσής ήταν ερμηνευτής.
Θα ασχοληθώ με την αμάθεια των Εβραίων αργότερα· ας αναφερθώ πρώτα στο ζήτημα του Ιησού, που πρωτοδίδαξε μόλις πριν λίγα χρόνια και που θεωρείται από τους χριστιανούς υιός του θεού, για να δείξω πώς οι χριστιανοί έχουν εξαπατηθεί και έχουν ενστερνιστεί ένα δόγμα που καταστρέφει την ζωή των ανθρώπων. Αν και ριζωμένη στα κατώτερα στρώματα και τους αμαθείς, η θρησκεία αυτή βρίσκει ανταπόκριση και ανάμεσα σε ανθρώπους μετριοπαθείς και λογικούς και σώφρονες που τείνουν να την ερμηνεύουν αλληγορικά.
Η ιουδαϊκή επιχειρηματολογία
[Στο σημείο αυτό, ο Κέλσος παρεμβάλλει ένα φανταστικό πρόσωπο, έναν Ιουδαίο, ο οποίος ξεκινά έναν αντίλογο βασισμένον στην ιουδαϊκή αντιρρητική. Αφού εξαντλεί την επιχειρηματολογία αυτή, ο Κέλσος απορρίπτει και μειώνει συλλήβδην Ιουδαίους και χριστιανούς ως αμόρφωτους και απολίτιστους, αναπτύσσοντας πλέον την ελληνική κριτική άποψη. Δεδομένου ότι ο Κέλσος απεχθάνεται φανερά τους Εβραίους και μέμφεται τη θρησκευτική τρομολαγνεία και τον ρατσισμό τους, εύλογα αναρωτιέται ο σύγχρονος μελετητής, ποια η αξία και η σκοπιμότητα αυτής της ιουδαϊκής παρεμβολής. Η μία απάντηση είναι ότι ο Κέλσος χρησιμοποιεί την ιουδαϊκή αντιρρητική δίνοντας της κατά κάποιο τρόπο αξία ιστορικού ντοκουμέντου.
Προφανώς δεχόταν ότι οι Εβραίοι ήταν σε θέση να γνωρίζουν καλύτερα από κάθε άλλον οτιδήποτε είχε να κάνει με τα γεγονότα της εποχής του Ιησού. Μια δεύτερη απάντηση, υποθετική όπως και η πρώτη, είναι ότι ο Κέλσος ήξερε ότι η προσπάθεια του να μεταπείσει τους χριστιανούς είχε μικρές πιθανότητες να πιάσει τόπο, αν περιοριζόταν σε μια επιχειρηματολογία βασισμένη στον μέσο πλατωνισμό, μιας και ήταν δεδομένη η αποστροφή των σύγχρονων του χριστιανών -όσων δεν ανήκαν σε γνωστικές αιρέσεις- προς οτιδήποτε το μη ιουδαϊκό. Η ιουδαϊκή παρεμβολή λοιπόν είναι μια απόπειρα του Κέλσου να απευθυνθεί στους χριστιανούς μιλώντας τους -εν μέρει έστω- στη γλώσσα που καταλάβαιναν, και να στηρίξει τη θέση των εθνικών ότι οι Εβραίοι ως ιδιαίτερο έθνος έχουν κάθε δικαίωμα να τηρούν τις πατροπαράδοτες δοξασίες, ενώ είναι απαράδεκτο να τις ενστερνίζονται άτομα που δεν είναι Εβραίοι.]
Η γέννηση του Ιησού από μια παρθένο είναι δική του επινόηση, για να συγκαλύψει την πραγματική του καταγωγή: Γεννήθηκε σ’ ένα χωριό της Ιουδαίας από μια ντόπια, άπορη χειρώνακτα που ο άντρας της, ένας μαραγκός, την έδιωξε από το σπίτι σαν έμαθε ότι τον απατούσε μ’ έναν στρατιώτη που τον έλεγαν Πάνθηρα. Και διωγμένη και ταπεινωμένη περιπλανήθηκε και γέννησε κρυφά. Ο ίδιος επειδή ήταν φτωχός, πήγε να δουλέψει εργάτης στην Αίγυπτο όπου έμαθε μερικά από τα τεχνάσματα για τα οποία περηφανεύονται οι Αιγύπτιοι, και με τη βοήθεια αυτών των τεχνασμάτων, όταν ξαναγύρισε ανακήρυξε τον εαυτό του θεό.
Κατ’ αρχάς, για να κατασκευάσουν την ιστορία της παρθενογένεσης, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι χριστιανοί έχουν χρησιμοποιήσει τους ελληνικούς μύθους της Δανάης και Μελανίππης ή της Αύγης και της Αντιόπης. Τόσο ωραία ήταν η μάνα του Ιησού που η ομορφιά της τράβηξε τον θεό κι ήρθε σ’ επαφή μαζί της, αυτός που δεν είναι στη φύση του να ερωτεύεται θνητά κορμιά; Ή μήπως θα ταίριαζε να ερωτευτεί ο θεός αυτήν, μια δύστυχη που τίποτε το αρχοντικό δεν είχε πάνω της και που δεν την ήξερε κανείς, ούτε καν οι γείτονές της· ο μαραγκός την είχε μισήσει και την είχε ξαποστείλει και δεν την έσωζε ούτε η θεία δύναμη ούτε οι δικαιολογίες. Όλα αυτά δεν μπορούν να έχουν καμιά σχέση με τη βασιλεία του θεού.
[Στην συνέχεια, ο Ιουδαίος θέτει ερωτήσεις προς τον Ιησού]
Όταν λουζόσουν στο ποτάμι πλάι στον Ιωάννη, φάνηκε, λες, ένα πουλί που πέταξε προς τα σένα από ψηλά. Ποιος αξιόπιστος μάρτυρας είδε αυτό το θαυμαστό γεγονός, ή ποιος άκουσε την φωνή εξ ουρανού που σε ονόμαζε υιό του θεού, πέρα από σένα κι ακόμη έναν απ’ αυτούς που τιμωρήθηκαν μαζί σου; Μα, θα μου πεις, το είπε ο προφήτης μου στα Ιεροσόλυμα, ότι θα έρθει στον κόσμο ο υιός του θεού, που θα κρίνει τους καλούς και θα τιμωρήσει τους αδίκους. Και ποιος μου λέει ότι εννοούσε εσένα και όχι τόσους και τόσους άλλους που έζησαν μετά την προφητεία;
Δεν είσαι ο μόνος στον οποίο ταιριάζουν οι προφητείες που έχουν γίνει. Λες πως ο κάθε άνθρωπος χάρη στη θεία πρόνοια γίνεται υιός του θεού. Αν είναι έτσι, τότε σε τι διαφέρεις εσύ από οποιονδήποτε άλλο; Κι έπειτα, πώς, αφού όπως λες είσαι υιός του θεού, δεν σε βοήθησε στη συμφορά σου ο πατέρας σου ή δεν μπόρεσες εσύ ο ίδιος να βοηθήσεις τον εαυτό σου;
Άλλωστε υπάρχουν τόσοι και τόσοι που θα ισχυριστούν ότι οι προφητείες αναφέρονται σ’ αυτούς κι όχι στον Ιησού. Λες πως όταν γεννήθηκες, ήρθαν Χαλδαίοι να σε βρουν και να σε προσκυνήσουν, νήπιο ακόμα, ως θεό, και πως το είπαν στον Ηρώδη τον Τετράρχη και κείνος έστειλε ανθρώπους του να σκοτώσουν όσα βρέφη γεννήθηκαν την ίδια χρονιά νομίζοντας πως θα βγάλει και σένα από τη μέση, για να μη βασιλεύσεις σαν θα μεγαλώσεις. Αν είναι έτσι, πώς έγινε και τώρα που μεγάλωσες εσύ ο υιός του θεού όχι μόνο δεν βασιλεύεις αλλά και τριγυρνάς πέρα δώθε σκυφτός από φόβο και ζώντας με ελεημοσύνες;
Μάζεψες γύρω σου δέκα-έντεκα φυντάνια, κάτι φοροεισπράχτορες αναλφάβητους και κάτι ναυτικούς ελεεινούς και τρισάθλιους κι όλοι μαζί ξεκόψατε από τον κόσμο και το ρίξατε στην αλητεία, εξοικονομώντας τα προς το ζην με τρόπο αισχρό και ενοχλητικό. Κι αυτή πάλι η ιστορία, που όταν ήσουν νήπιο χρειάστηκε να σε φυγαδεύσουν στην Αίγυπτο για να μη σφαχτείς; Μα πώς γίνεται, να κατατρέχει τον θεό ο φόβος του θανάτου; Παρ’ όλα αυτά, κατέβηκε άγγελος από τον ουρανό, κι έδωσε εντολή στους δικούς σου να φύγετε, γιατί αν σας άφηνε στην τύχη σας θα πεθαίνατε. Και δεν μπορούσε επί τόπου να σε προστατέψει ο μέγας θεός, που ήδη είχε μπει στον κόπο να στείλει για χάρη σου δύο αγγέλους;
Οι παλιοί μύθοι απέδιδαν θεία γέννηση στον Περσέα, τον Αμφίωνα, τον Αιακό και τον Μίνωα· ούτε κι αυτούς τους πιστεύουμε, αλλά τουλάχιστον αυτοί οι μύθοι παρουσιάζουν σαν απόδειξη τα όσα μεγάλα και θαυμαστά κατόρθωσαν εκείνοι για το καλό των ανθρώπων, ώστε να αποκτήσουν κάποιαν αληθοφάνεια. Εσύ τι το καλό ή θαυμάσιο, σε έργα ή σε λόγια, έχεις να παρουσιάσεις; Σε μας δεν είχες να παρουσιάσεις τίποτα, παρ’ όλο που σε προκαλούσαμε μες στο ναό, να μας δώσεις ένα χειροπιαστό σημάδι ότι ήσουν ο γιος του θεού.
Ας δεχτούμε πως είναι αληθινές όλες οι τερατολογίες των μαθητών σου (οι θεραπείες, οι αναστάσεις, τα λίγα ψωμιά που έφαγαν οι πολλοί και που στο τέλος περίσσεψαν κιόλας). Σε τι διαφέρουν από τα κατορθώματα των απατεώνων θαυματοποιών κι όσων έχουν μαθητεύσει πλάι σε Αιγυπτίους; Όλοι αυτοί αναλαμβάνουν να κάνουν ακόμα πιο δύσκολα και απίθανα πράγματα και μάλιστα μπροστά σ’ όλο τον κόσμο, στην αγορά, έναντι ολίγων οβολών.
Και δαίμονες βγάζουν και διώχνουν μέσα από ανθρώπους, και αρρώστιες θεραπεύουν με ένα φύσημα, και πνεύματα ηρώων καλούν, και τραπέζια στρωμένα με πλούσια γεύματα και γλυκά και ψάρια, ανύπαρκτα στην πραγματικότητα, τα παρουσιάζουν κάνοντας τα να κινούνται σαν να ήταν ζωντανά ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι, απλώς δίνουν αυτήν την εντύπωση. Πρέπει δηλαδή να τους θεωρήσουμε κι αυτούς υιούς του θεού, μιας και τα κατορθώνουν όλα αυτά; Δεν θα ταν πιο σωστό να πούμε ότι μια τέτοιου είδους απασχόληση ταιριάζει σε ανθρώπους ελεεινούς και δυστυχισμένους;
Ένα σώμα σαν το δικό σου, Ιησού, δε θα μπορούσε να ‘ναι σώμα θεού· δεν θα μπορούσε να είναι θεϊκό ένα σώμα γεννημένο με το τρόπο που γεννήθηκες εσύ· ούτε τρέφεται ο θεός με τον τρόπο που τρεφόσουν εσύ· και δεν έχει ανάγκη από τα λόγια και τη φωνή σου ούτε από την πειθώ σου: αυτά ανήκαν σ’ έναν θεομίσητο και πανούργο απατεώνα.
[Στο σημείο αυτό, απευθύνεται προς τους Εβραίους]
Απευθύνομαι στους Εβραίους εκείνους που έχουν στραφεί στον Χριστιανισμό για να τους ρωτήσω: Τι πάθατε, πολίτες του Ισραήλ, και παραπλανημένοι κατά τρόπο γελοίο από κείνον τον Ιησού στον οποίο απευθυνόμουν προηγουμένως, έχετε απαρνηθεί την πίστη των πατέρων σας και την παράδοση και καταφύγατε σε άλλο όνομα και άλλο τρόπο ζωής;
Αφού μόλις πρόσφατα, κι επειδή τιμωρήσαμε τον Ιησού που σας ξεγελούσε, εγκαταλείψατε τον νόμο -ή μήπως θα προτιμούσατε να υποστηρίξετε ότι το δόγμα σας εκπορεύεται μεν από τον πάτριο ιερό νόμο των Ιουδαίων αλλά στην πορεία τον εγκαταλείψατε και περιφρονείτε τις αρχές από τις οποίες σεις οι ίδιοι ξεκινάτε, τη στιγμή που δεν είστε σε θέση να ισχυριστείτε ότι η προέλευση του δόγματος σας είναι άλλη από τον εβραϊκό νόμο; Γιατί αν κάποιος έχει προφητεύσει ότι ο υιός του θεού θα έρθει ανάμεσα στους ανθρώπους, αυτός ο κάποιος δικός μας προφήτης είναι και για τον δικό μας θεό μιλάει.
Όμως και τα υπόλοιπα που πιστεύετε, ότι θα αναστηθούν οι νεκροί, ότι θα απονεμηθεί η θεία δίκη και ότι θα τιμηθούν οι δίκαιοι ενώ οι άδικοι θα καούν, είναι μπαγιάτικα· τίποτα το καινούριο δεν έχουν να διδαχτούν απ’ αυτά οι χριστιανοί. Ο Ιησούς, σύμφωνα με τις γραφές σας, διατήρησε όλες τις ιουδαϊκές εορτές και τα ήθη, μέχρι και τις θυσίες ακόμα. Τι είδους υιός του θεού ήταν αυτός; Ένας αλαζόνας ήταν, ένας ψεύτης και ανόσιος.
Ενώ έδειχνε να σέβεται τους εξωτερικούς τύπους της λατρείας μας (ανάλογα με την περίσταση), δεν δίσταζε να τους εγκαταλείπει· την περιτομή, τη διάκριση ανάμεσα στο τι είναι καθαρό και τι ακάθαρτο, τις τελετές της νέα σελήνης. Άλλωστε, κατά καιρούς έχουν εμφανιστεί και άλλοι σαν τον Ιησού, κι έχουν διδάξει σε όσους έδειχναν προθυμία να εξαπατηθούν. Και φτάσατε τώρα εσείς στο σημείο να μέμφεστε τους Ιουδαίους επειδή δεν πίστεψαν ότι ο Ιησούς ήταν θεός.
Πώς είναι δυνατόν, εμείς οι Ιουδαίοι, που ποτέ δεν πάψαμε να διακηρύσσουμε σ’ όλο τον κόσμο ότι θα έρθει σταλμένος από τον θεό ο τιμωρός των αδίκων, τώρα που επιτέλους ήρθε, να του δείξουμε τέτοια καταφρόνια; Γιατί να καταφρονήσουμε αυτόν του οποίου τον ερχομό εμείς οι ίδιοι έχουμε προαναγγείλει; Για να τιμωρηθούμε χειρότερα από οποιονδήποτε άλλον;
Πώς όμως να θεωρήσουμε θεό κάποιον που δεν ήταν πρόθυμος να δημοσιοποιεί τα όσα πρέσβευε και επαγγελλόταν; Κι όταν τον δικάσαμε και τον καταδικάσαμε, τον βρήκαμε να κρύβεται προσπαθώντας να αποφύγει την τιμωρία, για να προδοθεί τελικά από κάποιους που ονόμαζε μαθητές του και να συλληφθεί με τον πιο επαίσχυντο τρόπο. Αν ήταν θεός, ούτε θα κρυβόταν ούτε θα συλλαμβανόταν.
Και, το κυριότερο, ένας θεός, ένας σωτήρας όπως πιστεύετε και υιός του ανώτατου θεού θα ήταν δυνατόν να εγκαταλειφθεί και να προδοθεί από ανθρώπους που τον είχαν για δάσκαλο και με τους οποίους μοιράστηκε τα πάντα;
Ποτέ μέχρι τώρα δεν έχει προδοθεί ένας άξιος στρατηγός κι ας έχουν οι στρατηγοί μυριάδες υπό τις διαταγές τους, ούτε καν ένας -καταξιωμένος στους ανθρώπους του- λήσταρχος, δηλαδή κάποιος που έχει υπό την αρχηγία του ανθρώπους κάκιστους. Ετούτος εδώ όμως ούτε καλός στρατηγός υπήρξε ούτε μπόρεσε, έχοντας εξαπατήσει τους μαθητές του, να τους εμπνεύσει τον σεβασμό που απολαμβάνει σε μια συμμορία ληστών ο αρχηγός της.
Θα μπορούσα να συνεχίσω, μιας κι έχω πολλές αλήθειες να πω σχετικά με τις υποθέσεις του Ιησού, που καθόλου δεν μοιάζουν με τα όσα λένε οι μαθητές του, όμως τα παραλείπω.
Ας σταθούμε όμως στο παραμύθι ότι ο Ιησούς ρητά είχε προβλέψει τα όσα του συνέβησαν: Ακριβώς επειδή οι μαθητές του δεν είχαν να στηριχτούν σε κάτι που να το είχε δει όλος ο κόσμος, επινόησαν αυτό τον μύθο, ότι ο Ιησούς είχε προβλέψει τα πάντα. Είναι σαν να λέει κανείς ότι ένας άνθρωπος είναι δίκαιος και την ίδια στιγμή να τον δείχνει να διαπράττει αδίκημα· ή σαν να δείχνει κάποιον που διαπράττει φόνο και την ίδια στιγμή να λέει πως ο φονιάς είναι άγιος άνθρωπος· ή σαν να μας δείχνει κάποιον πεθαμένο και να λέει πως είναι αθάνατος· και πάνω απ’ όλα, να ισχυρίζεται ότι όλα τα είχε προβλέψει.
Παραδέχεσθε ανοιχτά ότι ο Ιησούς υπέφερε και πέθανε -αντί να ισχυρισθείτε ότι μόνο στα μάτια των ασεβών έδειχνε να υποφέρει και ότι στην πραγματικότητα δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Και αν κάποια στιγμή πέθανε, πώς μπορεί να υπήρξε αθάνατος; Και ποιος θεός ή δαίμονας ή λογικός άνθρωπος που γνωρίζει από τα πριν τι κακό πρόκειται να του συμβεί, δεν θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του ώστε να το αποφύγει;
Αφού μάλιστα προείπε τα ονόματα και του μαθητή που θα τον πρόδιδε και του μαθητή που θα τον αρνιόταν, πώς δεν τον φοβήθηκαν σαν θεό εκείνοι oι δυο ώστε και ο ένας να μην τον προδώσει και ο άλλος να μην τον αρνηθεί; Βέβαια, εκείνοι και τον πρόδωσαν και τον αρνήθηκαν χωρίς να έχουν προβληματιστεί διόλου. Μα εδώ, ακόμα και άνθρωπος, αν μιλήσει σε άτομα που τον επιβουλεύονται και τους πει ανοιχτά ότι γνωρίζει τις προθέσεις τους, εκείνοι κάνουν πίσω και φυλάγονται.
Ό,τι συνέβη στον Ιησού, δεν συνέβη επειδή το προείπε ο ίδιος. Το αντίθετο: Του συνέβησαν επειδή δεν τα είχε προβλέψει. Είναι απίθανο να πραγματοποιήθηκε μια προδοσία που ο δράστης της είχε από πριν ξεσκεπαστεί. «Όμως», θα πείτε, «όντας θεός προέβλεπε τα πάντα, και ό,τι προέβλεπε έπρεπε και να συμβεί».
Αν είναι έτσι, θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι αυτός ο θεός, τους ίδιους τους μαθητές και προφήτες του -με τους οποίους έτρωγε και έπινε- τους οδήγησε σε σημείο να γίνουν ανόσιοι και ασεβείς. Μα αν ήταν θεός θα ‘πρεπε να εμπνέει το καλό σ’ όλους τους ανθρώπους, και πρώτα-πρώτα σε κείνους που ζούσαν μαζί του. Εδώ, με άνθρωπο να κάτσεις στο ίδιο τραπέζι δεν θα σκεφτείς το κακό του -και θα επιβουλευτείς έναν θεό; Αλλιώς πρέπει να δεχτούμε την παράλογη εκδοχή, ότι ο ίδιος ο θεός σκέφτηκε κακό για τους συντρόφους του και τους έκανε ασεβείς και προδότες.
Και αν υποθέσουμε πως ο ίδιος ως θεός έκρινε ότι έτσι έπρεπε να γίνει, και υπακούοντας τον πατέρα του δέχτηκε να υποστεί την τιμωρία, δε χωρά αμφιβολία ότι ακριβώς επειδή όλα γίνονταν με δική του θεϊκή βούληση και σκοπιμότητα, δεν θα του ήταν ούτε θλιβερά ούτε οδυνηρά.
Τι δουλειά έχει να ικετεύει και να θρηνεί και να εύχεται να μπορούσε να ξεφύγει από το κακό λέγοντας «ω πάτερ, ει δύναται το ποτήριον τούτο παρελθείν», ή κάτι τέτοιο; Να λοιπόν που ούτε καν με τα ψέματα δεν μπορέσατε να μεταμφιέσετε την κίβδηλη ιστορία σας. Και γνωρίζω ότι κάποιοι από τους πιστούς σας, σαν να συνέρχονται από μεθύσι, καταπιάνονται με την παραχάραξη του αρχικού ευαγγελίου και το τροποποιούν και τρεις και τέσσερις και πολλές φορές, για να μπορούν να αντιπαρέρχονται την κριτική.
Ακόμη, έχουν ανάγκη να καταφεύγουν στα λόγια των προφητών που στο παρελθόν είχαν προαναγγείλει την έλευση του Ιησού. Μόνο που οι προφητείες ταιριάζουν σε χιλιάδες άλλους πολύ πιο πειστικά απ’ ό,τι στον Ιησού. Οι προφήτες είχαν πει ότι θα κατέβαινε ανάμεσα στους ανθρώπους ένας μέγας άρχων, κυρίαρχος όλων των εθνών και στρατών, κυρίαρχος όλης της γης. Όμως τέτοια σημάδια (σαν αυτά που ‘χε να επιδείξει ο Ιησούς) και τέτοιες παρανοήσεις των προφητειών και τέτοιες φτηνές αποδείξεις δεν σε κάνουν θεό ή υιό του θεού.
Γιατί ο υιός του θεού θα ‘πρεπε, όπως ο ήλιος, να κάνει πρώτα αισθητή την παρουσία του ρίχνοντας φως παντού. Σκαρφίστηκαν λοιπόν την ιδέα ότι ο υιός του θεού είναι ο ίδιος ο Λόγος. Κι επειδή μας λένε ότι ο Λόγος είναι υιός του θεού, θα αποδείξουμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με Λόγο ξεκάθαρο και άγιο αλλά μ’ έναν άνθρωπο που τον συνέλαβαν και τον ξυλοκόπησαν με τον πιο ατιμωτικό τρόπο.
Κάποιοι είχαν το θράσος να βρουν το γενεαλογικό δέντρο του Ιησού, για να ισχυριστούν ότι κατάγεται από τον γενάρχη και από τους βασιλιάδες των Ιουδαίων. Αν είναι έτσι, τότε η γυναίκα του μαραγκού σίγουρα δεν θα είχε άγνοια ότι καταγόταν από τέτοια μεγάλη και σπουδαία γενιά. Και τέλος πάντων, τι το σπουδαίο και άξιο της καταγωγής του έπραξε, και σαν θεός, πότε έδειξε να μη λογαριάζει τους ανθρώπους και να το διασκεδάζει, να σπάει πλάκα με τα όσα συμβαίνουν; Τουλάχιστον ο Διόνυσος, στις Βάκχες του Ευριπίδη, λέει στον Πενθέα: «Εμένα θα με απελευθερώσει ο δαίμων όταν εγώ θέλω».
Χώρια που αυτός που καταδίκασε τον Ιησού, δεν έπαθε τίποτα παρόμοιο με το πάθημα του Πενθέα, που τρελάθηκε στο τέλος και κομματιάστηκε. Επίσης δεν έπαθαν τίποτα εκείνοι που τον περιγελούσαν και του φόρεσαν πορφυρό μανδύα και ακάνθινο στεφάνι και του ‘δωσαν να κρατά ένα καλάμι. Και καλά μέχρι τότε· όμως τουλάχιστον εκείνη την (τελευταία) ώρα για ποιο λόγο να μη δείξει ένα θεϊκό σημάδι για να βγάλει τον εαυτό του από κείνη την εξευτελιστική κατάσταση, παρά άφηνε τους υβριστές του δικαιωμένους;
Και όταν τον κάρφωσαν πάνω σε σταυρό, τι βρήκε να πει; Και πού ήταν «ο ιχώρ που κυλά στις φλέβες των μακάριων θεών»; Διψασμένος ανοίγει άπληστα το στόμα να πιει (το ξύδι) μη αντέχοντας τη δίψα· εδώ τυχαίοι άνθρωποι, και πολλές φορές αντέχουν στη δίψα.
Κι ύστερα μας κατηγορείτε εσείς οι πιστοί που δεν τον θεωρούμε θεό και που δεν συμφωνούμε μαζί σας ότι υπέφερε για το καλό των ανθρώπων -ώστε να μην έχουμε να φοβόμαστε ούτε και μεις την τιμωρία. Να πιστέψουμε δηλαδή σε κάποιον που όσο ζούσε δε μπόρεσε να πείσει κανένα -ούτε τους ίδιους τους μαθητές του- και κατέληξε να τιμωρηθεί στο τέλος και να τραβήξει τα όσα τράβηξε; (Άλλωστε δεν ήταν καμιά λευκή περιστερά ο Ιησούς ούτε ο βίος του ήταν άμεμπτος). Και μη μας πείτε τώρα ότι αφού δεν μπόρεσε να πείσει τους ζωντανούς, στάλθηκε επί τούτου κάτω στον Άδη για να πείσει τους πεθαμένους!
Αν τελικά νομίζετε πως πραγματικά υπερασπίζεστε τις θέσεις σας επινοώντας τέτοια παράδοξα επιχειρήματα που δείχνουν το πόσο καταγέλαστα έχετε εξαπατηθεί, τότε τι θα εμπόδιζε να θεωρήσουμε τον κάθε παλιάνθρωπο που θα κατηγορηθεί και θα πεθάνει με ακόμα χειρότερο τρόπο, ως άγγελο ακόμα πιο σπουδαίο και θεϊκό; Ακόμα και για ένα ληστή και δολοφόνο που τιμωρήθηκε, θα μπορούσε κανείς το ίδιο ξεδιάντροπα να πει ότι δεν ήταν ακριβώς ληστής αλλά θεός: Διότι στους συντρόφους του είχε προβλέψει από πριν ότι θα πάθαινε τα όσα έπαθε.
Κι έπειτα, δείτε τους μαθητές του
Όσο ζούσε, άκουγαν τα λόγια του και τον είχαν για δάσκαλο, κι όταν τον είδαν να τιμωρείται και να πεθαίνει, δεν παρέμειναν μαζί του πιστοί μέχρι το θάνατο ούτε θυσίασαν τη ζωή τους για να τον υπερασπιστούν ούτε καν είχαν μάθει να αψηφούν την τιμωρία, κι επιπλέον αρνήθηκαν ότι ήταν μαθητές του. Ενώ εσείς, τώρα, πρόθυμα θυσιάζετε τη ζωή σας στο όνομα του. Όσο ζούσε, το μόνο που κατάφερε ήταν να μαζέψει γύρω του δέκα χαμένα κορμιά, δέκα ναυτικούς και τελώνες, και πάλι όχι ακριβώς όλους. Όσο ήταν ζωντανός δεν έπεισε κανένα -αφότου πέθανε, έρχονται οι καλοθελητές και πείθουν ένα σωρό κόσμο. Δεν είναι τελείως παράδοξο;
Εσείς με ποια λογική φτάσατε να τον θεωρείτε υιό του θεού; «Διότι ξέρουμε», θα πείτε, «ότι η σταύρωση του έγινε για να νικηθεί ο άρχοντας του κακού. Τον θεωρούμε υιό του θεού ακριβώς επειδή τιμωρήθηκε». Ε, και λοιπόν; Τόσοι και τόσοι άλλοι δεν έχουν τιμωρηθεί, και μάλιστα το ίδιο ατιμωτικά; Ή μήπως τον θεωρήσατε υιό του θεού επειδή θεράπευσε χωλούς και τυφλούς και, όπως ισχυρίζεστε, ανάστησε νεκρούς; Μα εδώ ο ίδιος με τα λόγια του -και σύμφωνα με τα όσα εσείς έχετε γράψει- προδίδει τις προθέσεις του με τη μεγαλύτερη σαφήνεια!
Διότι λέει, «θα σας πλησιάσουν και άλλοι που θα χρησιμοποιούν παρόμοιες μεθόδους, μα θα ‘ναι άνθρωποι κακοί και αγύρτες». Και μάλιστα αναφέρεται σε κάποιον σατανά, που κι αυτός, λέει, θα μηχανεύεται τέτοιου είδους τεχνάσματα. Δηλαδή ούτε κι ο ίδιος το αρνείται, ότι τέτοια έργα δεν έχουν θεϊκό χαρακτήρα, παρά είναι έργα πονηρών ανθρώπων.
Στριμωγμένος όπως ήταν, αναγκάστηκε κοντά στα τεχνάσματα των άλλων έμμεσα να ξεσκεπάσει και τα δικά του. Δεν είναι αθλιότητα, κρίνοντας με βάση τις ίδιες πράξεις, τον ένα να τον θεωρείς θεό και τους άλλους απατεώνες; Για ποιο λόγο θα πρεπε να θεωρηθούν οι άλλοι πονηροί κι όχι αυτός; Επειδή έτσι λέει ο ίδιος; Ο ίδιος ομολόγησε ότι τέτοιες πράξεις δεν είναι θεϊκά σημάδια αλλά η απόδειξη ότι μερικοί-μερικοί είναι απατεώνες και παμπόνηροι.
Με ποια λογική λοιπόν τον θεωρείτε υιό του θεού, αν όχι διότι πρόβλεψε ότι αφού πεθάνει θα αναστηθεί; Ας πούμε πως σας πιστεύουμε, ότι πραγματικά είπε τέτοιο πράγμα. Πόσοι άλλοι ακόμα δεν ξεστομίζουν τέτοιες παραδοξολογίες για να πείσουν τους εύπιστους και να επωφεληθούν από την απάτη; Έτσι και ο Ζάμολξις, ο δούλος του Πυθαγόρα, τα ίδια έκανε στους Σκύθες, αλλά κι ο ίδιος ο Πυθαγόρας στην Ιταλία και ο Ραμψίνιτος στην Αίγυπτο. Αυτός ο τελευταίος μάλιστα, στον Άδη που κατέβηκε, όπως λένε, έπαιξε και ζάρια με τη Δήμητρα και επιστρέφοντας έφερε μαζί και το δώρο της, ένα χρυσό πετσετάκι. Κι άλλοι: Ο Ορφέας στους Οδρύσες, ο Πρωτεσίλαος στη Θεσσαλία, ο Ηρακλής στο Ταίναρο κι ο Θησέας.
Αλλά θα πρέπει να εξετάσουμε σοβαρά αν πραγματικά αναστήθηκε ποτέ το σώμα κάποιου νεκρού. Ή μήπως φαντάζεστε ότι των άλλων οι ιστορίες είναι αλλά και φαίνονται παραμύθια, ενώ εσείς για το δικό σας δράμα έχετε επινοήσει μια λύση εύσχημη και πειστική -τη φωνή πάνω στο σταυρό τη στιγμή που ξεψυχούσε, και τον «σεισμό» και το σκοτάδι;
Ως τη στιγμή που πέθανε δηλαδή, δεν μπόρεσε να βοηθήσει τον εαυτό του· όμως πεθαμένος πια κατάφερε και αναστήθηκε, κι έδειξε και τα σημάδια του μαρτυρίου του, και τα χέρια του που ήσαν τρυπημένα -ποιος το είδε αυτό; Μια γυναίκα υστερική, όπως λέτε και, ας πούμε, ένας ακόμα, από τους παρασυρμένους· αναμφίβολα, είτε τ’ όνειρό του ήταν επηρεασμένο από την ψυχική του κατάσταση είτε η ίδια του η επιθυμία τον έκανε να φαντασιώνεται, πράγμα που μέχρι τώρα έχει συμβεί σε μυριάδες ανθρώπους -ή, το πιο πιθανό, θέλησε μ’ αυτήν την τερατολογία να κάνει τους υπόλοιπους να θαυμάσουν και να δώσει πάτημα και σ’ άλλους αγύρτες.
Κανονικά, αν όντως ήθελε να φανερώσει τη θεία δύναμη του ο Ιησούς, θα έπρεπε να εμφανιστεί αναστημένος σ’ εκείνους που τον περιφρόνησαν και σε κείνον που τον καταδίκασε και στους πάντες -κοντολογίς, να τον δουν όλοι. Χώρια που θα μπορούσε να μην μπει καν στον κόπο, και από τον σταυρό ακόμα να ‘χει γίνει άφαντος (κι όχι μετά την ανάστασή του). Πού ακούστηκε, να κρύβεται ο απεσταλμένος του θεού, που ήρθε στη γη για να αναγγείλει το θέλημα του;
Όσο ζούσε, πώς έκανε κήρυγμα παντού και σε όλους χωρίς διακρίσεις -δίχως παρ’ όλα αυτά να γίνεται πιστευτός- και αντίθετα, μετά την ανάστασή του, που θα μπορούσε να δώσει στους ανθρώπους την πιο ισχυρή πίστη, δεν εμφανίζεται παρά μόνο σε μια γυναικούλα και στους οπαδούς του -κι αυτό στα κρυφά; Τις μέρες που υπέφερε την τιμωρία τον έβλεπε όλος ο κόσμος· σαν αναστήθηκε τον είδε μόνο ένας -ενώ θα ‘πρεπε να συμβεί το αντίθετο· ώστε να ‘ρθει και να δώσει φώτιση στους ευσεβείς και να λυπηθεί τους αμαρτωλούς ή τους μετανοούντες.
Κι αν ήθελε να περάσει απαρατήρητος, προς τι η φωνή από τον ουρανό που διακήρυττε ότι ήταν υιός του θεού; Αν πάλι δεν ήθελε να περάσει απαρατήρητος, προς τι η τιμωρία και ο θάνατος; «Με το παράδειγμα του μαρτυρίου του ήθελε να μας διδάξει να αψηφούμε το θάνατο, και αφού αναστηθεί εκ νεκρών να καλέσει ανοιχτά όλους τους ανθρώπους στο φως της μέρας για να τους εξηγήσει και να τους δώσει να καταλάβουν για ποιόν λόγο κατέβηκε στη γη».
Αυτά διαβάζει κανείς στα κείμενά σας και δεν χρειάζονται περισσότερες μαρτυρίες: Τα επιχειρήματά σας αλληλοσυγκρούονται. Ω ύψιστε και επουράνιε, πού ακούστηκε, θεός να ζει ανάμεσα στους ανθρώπους και να μη γίνεται πιστευτός, και εκ των υστέρων να κάνει ξαφνικές εμφανίσεις μονάχα σε όσους τις προσδοκούν; Και πάλι, να μην μπορούν να τον αναγνωρίσουν αυτοί που κάποτε τον παραδέχονταν για θεό; Και εκτοξεύει εύκολες απειλές και ύβρεις κάθε φορά που λέει, «ουαί υμίν» και «προλέγω υμίν».
Μ’ αυτά και μ’ αυτά παραδέχεται ανοιχτά ότι αδυνατεί να πείσει, πράγμα που δεν θα μπορούσε να το πάθει ένας θεός -ούτε καν ένας άνθρωπος. Ελπίζουμε βέβαια να αναστηθεί και να ζήσει αιώνια, και θα τον έχουμε για αρχηγό και θα είναι για μας η απόδειξη ότι ο θεός μπορεί να αναστήσει ένα νεκρό σώμα. Πούντος λοιπόν; Για να τον δούμε και να πιστέψουμε. Αλλιώς, τι κατέβηκε στη γη; Με σκοπό να μας κάνει άπιστους; Η ίδια λοιπόν η πραγματικότητα και η λογική μας δείχνουν ότι δεν ήταν παρά ένας άνθρωπος και τίποτα περισσότερο.
Η ελληνική άποψη για το χριστιανικό δόγμα
[Τον λόγο τώρα, λαμβάνει ξανά ο Κέλσος]
Εκθέτοντας τώρα την προσωπική μου άποψη, έχω να πω ότι ο καυγάς μεταξύ Ιουδαίων και Χριστιανών είναι εντελώς βλακώδης· όλη αυτή η φασαρία για το τι υπήρξε ο Χριστός, είναι περί όνου σκιάς. Πραγματικά, τίποτα το σημαντικό δεν βρίσκει κανείς στην διαμάχη Ιουδαίων και Χριστιανών: Και τα δυο μέρη πιστεύουν σε θείες προφητείες, ότι θα έρθει να ζήσει ανάμεσα στους ανθρώπους ένας σωτήρας· η διαφωνία τους βρίσκεται στο αν ήδη έχει έρθει ή όχι.
Θαύματα υπερφυσικά συνέβαιναν παντού και πάντα
Λόγου χάρη, οι ευεργεσίες που πρόσφερε ο Ασκληπιός και οι προβλέψεις του για τα μελλούμενα στις πόλεις που ήσαν αφιερωμένες στη λατρεία του, όπως η Τρίκκη, η Επίδαυρος, η Κως και η Πέργαμος, ή ακόμα, η περίπτωση του Αριστέα του Προκοννήσιου ή κάποιου Κλαζομένιου ή του Κλεομήδη από την Αστυπάλαια). Αλλά μόνο οι Ιουδαίοι τα αποδίδουν στον ύψιστο θεό. Πρόκειται για έναν λαό που ενώ ήταν αιγυπτιακής καταγωγής, εγκατέλειψε την Αίγυπτο κι ήρθε να κατοικήσει στην Παλαιστίνη που σήμερα ονομάζεται και Ιουδαία, αφού πρώτα έσπειρε την διχόνοια και αποστάτησε από τους υπόλοιπους Αιγυπτίους, καταφρονώντας την θρησκεία τους.
Τώρα, ό,τι έκαναν οι Ιουδαίοι στους Αιγυπτίους, τα τραβούν οι ίδιοι από αυτούς που πιστεύουν στον Ιησού ως Χριστό. Και στις δυο περιπτώσεις, αίτιο υπήρξε η ρήξη με την κοινωνία. Ενώ δηλαδή παλαιότερα οι Ιουδαίοι συγκροτήθηκαν με βάση τη διαφορά τους προς τους υπόλοιπους, αργότερα συνέβη το ίδιο με τους χριστιανούς. (Υποψιάζομαι όμως ότι) αν όλοι οι άνθρωποι θελήσουν κάποτε να γίνουν χριστιανοί, οι τελευταίοι δεν θα τους δεχτούν με προθυμία.
Στο ξεκίνημά τους ήσαν ολιγάριθμοι κι είχαν ενιαία πίστη· στη συνέχεια πλήθυναν και εξαπλώθηκαν και από τότε διασπώνται σε διάφορες αιρέσεις κι η κάθε μία εννοεί να έχει τις φατρίες της. Από την αρχή άλλωστε, τέτοια τραβούσε η ψυχή τους. Κι όπως έχουν πληθύνει οι διάφορες παρατάξεις τους, έφτασαν να αλληλοκατηγορούνται· και αν υπάρχει ακόμα κάτι το κοινό μεταξύ τους, αυτό είναι μονάχα το όνομα.
Όμως αυτό ντρέπονται να το εγκαταλείψουν κατά τα άλλα, βρίσκονται μεταξύ τους σε διαρκή διαμάχη. Πραγματικά, θα ήταν απορίας άξιον αν εύρισκε κανείς σημεία στα οποία να συμφωνούν μεταξύ τους, αφού δεν υπάρχει κάποια σοβαρή θεωρητική βάση που να θεμελιώνει το πιστεύω τους· εκτός αν σοβαρή βάση θεωρηθεί η απόσχιση και ο φατριασμός και ο φόβος προς ό,τι τους είναι ξένο -γιατί αυτά είναι που σταθεροποιούν την πίστη τους.
Ούτε αυτοί ούτε εγώ ούτε κανένας άλλος δεν θα ήταν πρόθυμος να εγκαταλείψει την ιδέα της τιμωρίας των αδίκων και της ανταμοιβής των δικαίων. Εν τούτοις όμως, επινοώντας κάθε λογής φόβητρα προσελκύουν κόσμο στις γραμμές τους τρομοκρατώντας τον με την ιδέα της θείας τιμωρίας. Και κάθε έξυπνο άνθρωπο τον απομακρύνουν από την διδασκαλία της πίστης τους, ενώ καλοδέχονται τους ανόητους και τους δουλοπρεπείς. Και διαστρεβλώνοντας τις παλιές παραδόσεις, πριν από τις τελετές τους υποβάλλουν και διεγείρουν το ακροατήριο παίζοντας μουσική με αυλούς, όπως συνηθίζεται στα ιερά της Κυβέλης.
Στην Αίγυπτο, όταν κάποιος πλησιάζει ένα τέμενος εντυπωσιάζεται από τη λαμπρότητά του, από τους ιερούς του κήπους, την μεγάλη είσοδο και την ομορφιά του, περιτριγυρισμένο καθώς είναι με επιβλητικές σκηνές, κι επίσης από τις γεμάτες δεισιδαιμονία ιεροτελεστίες που έχουν χαρακτήρα μυστηρίων σαν μπει όμως παραμέσα, στα ενδότερα, βλέπει να προσκυνούν μια γάτα ή ένα πίθηκο ή ένα κροκόδειλο ή σκύλο ή τράγο.
Η σκοπιμότητα είναι να νομίσει ο μυούμενος ότι πίσω απ αυτά κρύβεται κάποιο σπουδαίο νόημα. Και μπορεί μεν οι χριστιανοί να κοροϊδεύουν τους Αιγυπτίους, (που στο κάτω κάτω μας εξηγούν ότι τα ζώα τα λατρεύουν ως σύμβολα αοράτων, αιώνιων ιδεών και όχι -όπως νομίζει ο πολύς κόσμος- ως ζώα καθαυτά), οι ίδιοι όμως δεν έχουν την ευφυΐα, μέσα από τις ιστορίες τους για τον Ιησού να μας παρουσιάσουν κάτι πιο αξιόλογο από τους τράγους και τα σκυλιά των Αιγυπτίων.
Τους Διόσκουρους, τον Ηρακλή, τον Ασκληπιό και τον Διόνυσο, για τους οποίους οι Έλληνες πίστεψαν ότι από άνθρωποι έγιναν θεοί, οι χριστιανοί δεν τους δέχονται ως θεούς -παρ’ όλα τα καλά που πρόσφεραν στην ανθρωπότητα- διότι, λέει, αρχικά υπήρξαν άνθρωποι. Μα και τον Ιησού, σαν πέθανε δεν τον ξαναείδε κανείς -μόνο τα μέλη της παρέας του επιμένουν πως τον είδαν, ενώ το πολύ πολύ να είδαν κανένα φάντασμα.
Τον Ασκληπιό πλήθος άνθρωποι, και Έλληνες και βάρβαροι, παραδέχονται ότι τον έχουν δει πολλές φορές, κι ότι εξακολουθούν και στις μέρες μας να τον βλέπουν, και μάλιστα όχι το φάντασμα του αλλά τον ίδιο, να θεραπεύει και να ευεργετεί και να προλέγει τα μελλούμενα. Ή ας πάρουμε την περίπτωση του Αριστέα του Προκοννήσιου, που εξαφανίστηκε με τρόπο θαυμαστό μπροστά από τα μάτια των ανθρώπων κι ύστερα ξαναεμφανίστηκε, και βρέθηκε σε πολλά μέρη του κόσμου. Τέτοια ήταν τα κατορθώματά του που, όπως λένε, ο Απόλλωνας έδωσε εντολή στους Μεταποντίνους να τον λατρεύουν σαν θεό.
Κι όμως, κανείς δεν πιστεύει πια ότι ο Αριστέας είναι θεός. Όπως κανείς δεν θεωρεί θεό τον Άβαρη τον Υπερβόρειο που σύμφωνα με τον Ηρόδοτο είχε τέτοια δύναμη που πετούσε απ’ άκρη σ’ άκρη της γης πάνω στο βέλος του. Ή μήπως δεν λένε για την ψυχή του Κλαζομένιου, που πολλές φορές εγκατέλειπε το σώμα και περιπλανιόταν μονάχη; Ούτε και τούτον θεώρησαν θεό οι άνθρωποι. Και ο Κλεομήδης από την Αστυπάλαια. Κλείστηκε μέσα σε μια κασέλα και όταν την έσπασαν οι διώκτες του για να τον συλλάβουν δεν τον βρήκαν μέσα· έγινε άφαντος, σαν από θεϊκό θαύμα.
Από τέτοιες ιστορίες άλλο τίποτα. Κοντολογίς, αυτό που θέλω να πω είναι ότι κατά τον ίδιο τρόπο που οι Γέτες λατρεύουν τον Ζάμολξη και οι Κίλικες τον Μόψο κι οι Ακαρνάνες τον Αμφίλοχο κι οι Θηβαίοι τον Αμφιάρεω κι οι Λεβαδίτες τον Τροφώνιο, έτσι λατρεύουν κι οι χριστιανοί έναν άνθρωπο που κυνηγήθηκε και πιάστηκε και έχασε τελικά τη ζωή του. Οι τιμές που του αποδίδουν δεν διαφέρουν από κείνες που αποδίδονται στον Αντίνοο, τον αγαπημένο του Αδριανού.
Κι όμως δεν ανέχονται καμία σύγκριση ανάμεσα στον Ιησού και τον Απόλλωνα ή τον Δία· τόσο πολύ έχει θολώσει την κρίση τους η πίστη. Και τονίζουν ότι το σώμα του ήταν θνητό -σαν να λέμε δηλαδή ότι η σάρκα του ήταν πιο φθαρτή από το ασήμι ή το χρυσάφι ή την πέτρα, κι ότι μοιραζόταν κι αυτός τις αδυναμίες του κορμιού- κι ότι ο ίδιος μέσα από ένα ανθρώπινο κορμί ενεργούσε ως θεός. Όμως, μας λένε, βάζοντας κατά μέρος τη φθαρτή του σάρκα, αποθεώθηκε.
Τότε, τι λιγότερο έχουν ο Ασκληπιός και ο Διόνυσος και ο Ηρακλής; Περιγελούν οι χριστιανοί όσους λατρεύουν τον Δία, αφού στην Κρήτη υπάρχει ο τάφος του, που τον επιδεικνύουν οι Κρήτες στους περιηγητές· και δεν καταλαβαίνουν ότι κι οι ίδιοι δεν κάνουν τίποτα λιγότερο από τους Κρήτες.
Ακόμη, οι πιο συνετοί των χριστιανών επιβάλλουν να μην ζυγώνει στις κοινότητες τους κανένας μορφωμένος, κανένας σοφός, κανένας λογικός· τέτοιες ιδιότητες τις θεωρούν κακές. Ενώ όποιος είναι αμαθής, βλάκας, αμόρφωτος ή νήπιος, μπορεί να πλησιάσει άφοβα. Ομολογώντας ότι τέτοιου επιπέδου άνθρωποι είναι άξιοι του θεού τους, δείχνουν ότι επιδιώκουν -και μπορούν- να πείθουν μόνο τους ηλίθιους, τους τιποτένιους, τις γυναικούλες, τους δούλους και τα παιδάκια.
Κι όμως, τι το κακό υπάρχει στο να μορφώνεται κανείς και να μελετάει τα λόγια των μεγάλων διανοητών, και να αποκτά σύνεση και σωφροσύνη; Σε τι εμποδίζουν αυτά τη γνώση του θεού; Δεν είναι αυτά οι προϋποθέσεις ώστε να μπορέσει κανείς να φτάσει στην αλήθεια; Αλλά τους βλέπουμε και στις αγορές όπου συγκεντρώνουν ακροατήριο μέσα από τον απλό λαό και λένε τα πιο ακατανόμαστα πράγματα, ενώ δεν τολμούν να παρουσιαστούν και να μιλήσουν ή να εκφράσουν το πιστεύω τους σε μια συνάθροιση μορφωμένων ανθρώπων.
Αντίθετα, όπου δει κανείς καμιά παρέα ηλιθίων ή τίποτε παιδάκια ή υπηρέτες, εκεί θα βρει και τους χριστιανούς να καμαρώνουν και να πουλάν εξυπνάδες. Αλλά και μέσα σε σπίτια ακόμη, βλέπεις κάτι τύπους εντελώς αμόρφωτους και ακαλλιέργητους, κάτι τσαγκάρηδες, εριουργούς και βαφείς, που δε θα τολμούσαν ν’ ανοίξουν το στόμα τους να μιλήσουν μπροστά σε ανώτερους τους.
Όποτε όμως βρουν ευκαιρία να ξεμοναχιάσουν τα παιδιά του σπιτιού ή τίποτε ευκολόπιστες γυναικούλες, θα τους ακούσεις να λένε ένα σωρό παράδοξα πράγματα, και μάλιστα διεξοδικότατα: πως δεν πρέπει να δίνουν σημασία στον πατέρα και στο δάσκαλο, αλλά απλώς να υπακούνε· πως oι μεγάλοι λένε μπούρδες και το μυαλό τους είναι παράλυτο και τίποτα το καλό δεν ξέρουν και δεν μπορούν να κάνουν, γιατί είναι παρασυρμένοι από κούφιες ανοησίες· πως μόνο αυτοί (σαν χριστιανοί) ξέρουν πώς πρέπει να ζει κανείς, και αν τα παιδιά τούς πιστέψουν θα βρουν την ευτυχία -και αυτά και το ίδιο το σπιτικό τους.
Κι αν τύχει, καθώς δασκαλεύουν το παιδί, να δουν τον πραγματικό δάσκαλο να πλησιάζει ή κάποιον σοβαρό άνθρωπο ή τον ίδιο τον πατέρα του παιδιού, τρέπονται σε φυγή -τουλάχιστον οι πιο διακριτικοί· οι πιο αναιδείς σπρώχνουν το παιδί στην εξέγερση· του εξηγούν χαμηλόφωνα ότι μπροστά στον πατέρα ή τον δάσκαλο δεν μπορούν και δεν θέλουν να μιλήσουν, για να αποφύγουν την ανοησία και τη σκαιότητα των μεγάλων, κι αυτό για το καλό των παιδιών, για να μη τιμωρηθούν αυτά· και ότι καλό θα ήταν να παρατήσουν γονείς και δασκάλους και ν’ ακολουθήσουν τους συνομηλίκους τους και τις γυναίκες στο τσαγκαράδικο ή στο βαφείο ή στο πλυσταριό, για να τελειοποιήσουν τις γνώσεις τους. Και λέγοντας τέτοια, πείθουν.
Ας μη θεωρηθεί ότι τους κατηγορώ πιο αυστηρά απ’ ό,τι επιβάλλει η ίδια η αλήθεια. Και θα φανεί αυτό από τα παρακάτω: Οι ιερείς των διαφόρων θρησκειών προσκαλούν στις τελετές τους, «όποιον έχει χέρια καθαρά, και γλώσσα συνετή», και άλλοι, «όποιον είναι απαλλαγμένος από κάθε λογής βρωμιά, κι η ψυχή του δεν συμμερίζεται το κακό. και όποιον έχει ζήσει όμορφα και δίκαια» -ώστε η υπόσχεση του εξαγνισμού από την αμαρτία κατά κάποιο τρόπο να εκπληρώνεται από την καθαρότητα των ίδιων των μελών.
Ας ακούσουμε ποιους καλούν κοντά τους οι χριστιανοί· όποιος, λένε, είναι αμαρτωλός, όποιος είναι ανόητος, όποιος είναι νήπιος, όποιος είναι δαιμονισμένος, αυτός θα κερδίσει τη βασιλεία του θεού. Κι ακόμη καλύτερα ίσως αν είναι και άδικος και κλέφτης και διαρρήκτης και δηλητηριαστής και βλάσφημος και τυμβωρύχος. Ούτε προσκλητήριο να ήταν, για σύσταση συμμορίας ληστών. Μα, θα πούνε, ο θεός στάλθηκε στη γη για χάρη των αμαρτωλών (θαρρείς κι είναι κανένας γιατρός που τον έστειλε στην πόλη ο φιλάνθρωπος βασιλιάς, να γιατρέψει τους αρρώστους). Καλώς· και με τους αναμάρτητους τι γίνεται; Αυτοί δεν είναι άξιοι της χάρης του;
Μήπως τελικά είναι κακό να ‘σαι αναμάρτητος;
Μήπως θέλουν να μας πούνε πως τον άδικο άνθρωπο θα τον δεχτεί, βέβαια, αφού πρώτα ο άδικος πέσει στα γόνατα και σκόπιμα αυτοταπεινωθεί, ενώ τον δίκαιο δεν θα τον δεχτεί, ακόμα κι αν αυτός τιμά τον θεό με τρόπο ενάρετο; Οι σωστοί δικαστές, όταν βλέπουν στο δικαστήριο κάποιον να κλαίγεται και να χτυπιέται για να βρει το δίκιο του, του λένε να πάψει να γίνεται αξιολύπητος ώστε να κριθεί με γνώμονα την αλήθεια και όχι προκαλώντας τον οίκτο· οι χριστιανοί όμως θέλουν να μας πείσουν ότι ο θεός τους κρίνει επηρεασμένος από τις κολακείες μας και όχι με γνώμονα την αλήθεια.
Και αν δεχτούμε ότι από τη φύση του το ανθρώπινο είδος κλίνει κατά κάποιο τρόπο προς την αμαρτία, θα ‘πρεπε τότε στους πάντες να απευθύνεται το μήνυμα· προς τι αυτή η προτίμηση στους αμαρτωλούς ειδικά; Ο λόγος είναι ότι για τους πραγματικά καλούς και δίκαιους ανθρώπους το μήνυμα τους δεν έχει νόημα· αυτούς λοιπόν δεν μπορούν να τους τραβήξουν με το μέρος τους οι χριστιανοί, γι’ αυτό και προτιμούν ν απευθύνονται στους μιαρούς και τους διεφθαρμένους.
Ο καθένας βέβαια ξέρει ότι τον κακό άνθρωπο -που είναι τέτοιος είτε από τη φύση του είτε γιατί έτσι έμαθε μεγαλώνοντας- δεν τον μεταμορφώνεις σε καλό ούτε με την τιμωρία ούτε με την συμπόνοια- είναι εξαιρετικά δύσκολο να μεταβάλλεις εντελώς την ιδιοσυγκρασία κάποιου. Παρ’ όλα αυτά ο θεός τους προφανώς επηρεάζεται από τα αισθήματα οίκτου και συμπόνοιας που του προκαλούν οι πιστοί του κι απαλλάσσει όσους υπήρξαν κακοί, ενώ έναν ενάρετο που δεν συμπεριφέρεται έτσι, τον απορρίπτει -πράγμα εντελώς άδικο.
Οι διδάσκαλοι τους πάλι, λένε: «Οι σοφοί αδιαφορούν πλήρως για τη χριστιανική μας διδασκαλία, γιατί η ίδια τους η σοφία τους παραπλανά και τους βάζει τρικλοποδιά» -πρόκειται για επιχειρήματα που σε κάθε τους λεπτομέρεια προκαλούν το γέλιο. Ακριβώς επειδή δεν μπορούν να πείσουν κάποιον μυαλωμένο, ψάχνουν ανάμεσα στους χαζούς.
Εγώ θα παρομοίαζα τον χριστιανό δάσκαλο με τσαρλατάνο που ενώ υπόσχεται να αποκαταστήσει την υγεία κάποιου, τον αποτρέπει με κάθε τρόπο από το να πάει να κοιταχτεί σ’ έναν έμπειρο γιατρό, από φόβο μήπως τον εκθέσει η επιστημονική κατάρτιση του τελευταίου (άλλωστε, συμβαίνει αυτό και στην πραγματικότητα). Τρέχει σε κάτι νήπιους και ηλίθιους χωριάτες και τους λέει, «μη πηγαίνετε σε γιατρούς, όποιον υπόσχονται να θεραπεύσουν, τον καταστρέφουν», και, «προσοχή, κανείς σας να μην αγγίξει την γνώση, γιατί η γνώση είναι επικίνδυνο πράγμα, η γνώση είναι αρρώστια της ψυχής, η σοφία ισοδυναμεί με καταστροφή. Εμένα ν’ ακούτε, μόνο εγώ θα σας σώσω».
Μου θυμίζει μεθυσμένο που κουβεντιάζει παρέα με άλλους μεθυσμένους και κατηγορεί τους ανθρώπους που δεν πίνουν ως μέθυσους. Ή μύωπα που κάνει κήρυγμα σε μύωπες, ότι οι άνθρωποι με δυνατή όραση έχουν πάθηση στα μάτια. Αυτά τους καταλογίζω, για να μην αναφερθώ σε όλα- γνώμη μου είναι ότι πέφτουν σε βαρύ σφάλμα γιατί η στάση τους είναι εξευτελιστική για το θεό και σκοπός τους είναι να προσφέρουν εύκολες ελπίδες στους μικρόψυχους, να τους κάνουν να βλέπουν υπεροπτικά τους καλύτερους τους και, δήθεν για το καλό τους, να τους αποφεύγουν.
πηγή
Post A Comment: